ἀπόχυμα: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[líquido]] οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a<br /><b class="num">•</b>cierto tipo de [[pez]] o [[resina]] ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων [[ἀπόχυμα]] Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027<br /><b class="num">•</b>quizá el [[orujo]] del aceite <i>PFay</i>.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ [[ἀπόχυμα]] τοῦ πατρός σου <i>SB</i> 7661.5 (I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[emplasto]] Ὀρειβασίου Aët.15.24.<br /><b class="num">2</b> [[agua de desagüe]] (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων <i>PMich</i>.617.9 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> cierto tipo de peinado, tal vez [[melena suelta]] ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas</i>, <i>Const.App</i>.1.3.10. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[líquido]] οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a<br /><b class="num">•</b>cierto tipo de [[pez]] o [[resina]] ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων [[ἀπόχυμα]] Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027<br /><b class="num">•</b>quizá el [[orujo]] del aceite <i>PFay</i>.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ [[ἀπόχυμα]] τοῦ πατρός σου <i>SB</i> 7661.5 (I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[emplasto]] Ὀρειβασίου Aët.15.24.<br /><b class="num">2</b> [[agua de desagüe]] (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων <i>PMich</i>.617.9 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> cierto tipo de peinado, tal vez [[melena suelta]] ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas</i>, <i>Const.App</i>.1.3.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἀπόχυμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ζουμί]] ([[κυρίως]] από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται [[μετά]] τον πρώτο βρασμό<br /><b>αρχ.</b><br />το παλιό [[επίχρισμα]] των πλοίων από [[ρετσίνι]], [[πίσσα]] κ.λπ. που καθαρίζεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (χέω)
A that which is poured out, Ti.Locr.100a, PFay.95.25(ii A. D.). 2 = ζώπισσα, Dsc.1.72. 3 Ὀρειβασίου ἀ., name of a kind of plaster, Aët.15.24.
German (Pape)
[Seite 336] τό, das Abgegossene, Tim. Locr. 100 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχῠμα: τό, (χέω) τὸ ἀποχεόμενον ἢ ἐκρέον, Τίμ. Λοκρ. 100Α. 2) = ζώπισσα, τὸ ἐκ τῶν πλοίων ξυόμενον ῥητινῶδες, ἡ παλαιὰ πίσσα, Διοσκ. 1. 98.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 líquido οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a
•cierto tipo de pez o resina ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων ἀπόχυμα Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027
•quizá el orujo del aceite PFay.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ ἀπόχυμα τοῦ πατρός σου SB 7661.5 (I/II d.C.)
•emplasto Ὀρειβασίου Aët.15.24.
2 agua de desagüe (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων PMich.617.9 (II d.C.).
3 cierto tipo de peinado, tal vez melena suelta ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas, Const.App.1.3.10.
Greek Monolingual
το (Α ἀπόχυμα)
νεοελλ.
το ζουμί (κυρίως από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται μετά τον πρώτο βρασμό
αρχ.
το παλιό επίχρισμα των πλοίων από ρετσίνι, πίσσα κ.λπ. που καθαρίζεται.