ἀρείων: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
(big3_6)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀρήων]] Ibyc.192.3<i>S</i>.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> usado como compar. de [[ἀγαθός]] q.u.<br /><b class="num">1</b> [[mejor]] de pers. con relación al aspecto físico, el valor, el conocimiento, etc., abs. Πρωτεσίλαος <i>Il</i>.2.101, τὸν δέ τ' ἀρείον' ἀτιμήσασ' ἀποπέμπει <i>Od</i>.20.133, φῶς Hes.<i>Op</i>.193, cf. 207, γένος Hes.<i>Op</i>.158, χρώς <i>Il</i>.19.33, [[γέρας]] Pi.<i>N</i>.7.101, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. segundo término de compar. u otra determinación [[mejor que o en cuanto a]] ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἄνδρασιν ὡμίλησα <i>Il</i>.1.260, γίγαντες ... ἀρήονες ἀλκάν Ibyc.l.c., οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον <i>Od</i>.6.182, cf. A.<i>A</i>.81, ποῖον ... γαίας πέδον τᾶσδ' ἄρειον A.<i>Th</i>.305<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἦ [[ἄρτι]] τόδ' ἀμφοτέροισιν ἄρειον <i>Il</i>.19.56, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; Arist.<i>Fr</i>.44<br /><b class="num">•</b>ἄρειον c. inf. [[es mejor ...]] ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πᾶν Pi.<i>I</i>.8.13, ἄρειον γὰρ τὰ δριμέα προστιθέναι es mejor aplicar substancias ácidas</i> Hp.<i>Mul</i>.1.18.<br /><b class="num">2</b> [[favorable]], [[de buen augurio]] ὄρνις Pi.<i>P</i>.8.49, de una estrella ναύτῃσιν ἀ. Arat.42.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ ἀ. zool., una especie de [[caracol]] Ael.<i>NA</i> 10.5. • DMic.: <i>a-ro2-a</i>, <i>a-ro-ha</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *αρε-ισ-ον c. ε inexplicada, cf. mic. plu. neutr. <i>a-ro2-a</i> < *ἄρ<i>i̯</i>οσα. La raíz ἀρε- prob. es la misma que en [[ἀρετή]] q.u.; o quizá de ἄρειος ‘bueno’, ‘eficaz’ en fórmulas como Ζεὺς ἄρεοις.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀρήων]] Ibyc.192.3<i>S</i>.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> usado como compar. de [[ἀγαθός]] q.u.<br /><b class="num">1</b> [[mejor]] de pers. con relación al aspecto físico, el valor, el conocimiento, etc., abs. Πρωτεσίλαος <i>Il</i>.2.101, τὸν δέ τ' ἀρείον' ἀτιμήσασ' ἀποπέμπει <i>Od</i>.20.133, φῶς Hes.<i>Op</i>.193, cf. 207, γένος Hes.<i>Op</i>.158, χρώς <i>Il</i>.19.33, [[γέρας]] Pi.<i>N</i>.7.101, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. segundo término de compar. u otra determinación [[mejor que o en cuanto a]] ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἄνδρασιν ὡμίλησα <i>Il</i>.1.260, γίγαντες ... ἀρήονες ἀλκάν Ibyc.l.c., οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον <i>Od</i>.6.182, cf. A.<i>A</i>.81, ποῖον ... γαίας πέδον τᾶσδ' ἄρειον A.<i>Th</i>.305<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἦ [[ἄρτι]] τόδ' ἀμφοτέροισιν ἄρειον <i>Il</i>.19.56, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; Arist.<i>Fr</i>.44<br /><b class="num">•</b>ἄρειον c. inf. [[es mejor ...]] ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πᾶν Pi.<i>I</i>.8.13, ἄρειον γὰρ τὰ δριμέα προστιθέναι es mejor aplicar substancias ácidas</i> Hp.<i>Mul</i>.1.18.<br /><b class="num">2</b> [[favorable]], [[de buen augurio]] ὄρνις Pi.<i>P</i>.8.49, de una estrella ναύτῃσιν ἀ. Arat.42.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ ἀ. zool., una especie de [[caracol]] Ael.<i>NA</i> 10.5. • DMic.: <i>a-ro2-a</i>, <i>a-ro-ha</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *αρε-ισ-ον c. ε inexplicada, cf. mic. plu. neutr. <i>a-ro2-a</i> < *ἄρ<i>i̯</i>οσα. La raíz ἀρε- prob. es la misma que en [[ἀρετή]] q.u.; o quizá de ἄρειος ‘bueno’, ‘eficaz’ en fórmulas como Ζεὺς ἄρεοις.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρείων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(χρησιμοποιείται ως [[συγκριτικός]] του [[αγαθός]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[άριστος]])<br /><b>1.</b> ικανότερος, ισχυρότερος, [[ανώτερος]] ως [[προς]] τη σωματική [[δύναμη]], την [[καταγωγή]] ή τον πλούτο<br /><b>2.</b> στη Μυκην. η λ. (<i>aro</i><sub>2</sub><i>e</i> και <i>aro</i><sub>2</sub><i>a</i>) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του [[αγαθός]]<br />στον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. <i>αρείονες</i> δήλωνε και ένα [[είδος]] σαλιγκαριών. Σε [[αντίθεση]] [[προς]] τη Μυκηναϊκή, όπου ο [[συγκριτικός]] <i>aro</i><sub>2</sub><i>a</i> (<i>αρίοα</i>) σχηματίζεται από <i>αρ</i>- και το [[επίθημα]] του συγκριτικού βαθμού -<i>iyos</i> -, στην Ελληνική [[αντί]] των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού <i>αρίων</i>, <i>αίρων</i>, [[άριστος]] έχουμε [[αρείων]] -[[άριστος]]. Ο τ. [[αρείων]] προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου <i>άρειον</i> ([[χωρίς]] [[επίθημα]] συγκριτικού βαθμού) <span style="color: red;"><</span> [[άρειος]] «[[καλός]], [[ισχυρός]], ρωμαλαίος, [[σπουδαίος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> «Ζεῡς [[ἄρειος]], τεῑχος [[ἄρειον]]» <b>κ.λπ.</b>) <span style="color: red;"><</span> <i>άρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> συγκριτικό [[λωΐων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λώϊον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λώϊος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρείων Medium diacritics: ἀρείων Low diacritics: αρείων Capitals: ΑΡΕΙΩΝ
Transliteration A: areíōn Transliteration B: areiōn Transliteration C: areion Beta Code: a)rei/wn

English (LSJ)

[ᾰ], ον, gen. ονος, used as Comp. of ἀγαθός, cf. ἄριστος: —

   A better, stouter, braver, in Hom. of all advantages of body, birth, and fortune, Il.1.260, al., cf. Hes.Op.207, Pi.N.7.101, A.Th.305 (lyr.), Ag.81 (lyr.):—rare in Prose, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Arist.Fr. 44.    II ἀρείονες, οἱ, a kind of snail or slug, Ael.NA10.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρείων: [ᾰ], ὁ, ἡ, ἄρειον, τὸ, γεν. ονος ἐν χρήσει ὡς συγκρ. τοῦ ἀγαθός, πρβλ. ἄριστος: (ἴδε *ἄρω)· ἱκανώτερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, ἐξοχώτερος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ πάσης ὑπεροχῆς σώματος, καταγωγῆς ἤ πλούτου, ἤδη γὰρ ποτ’ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Ἰλ. Α. 260· ὡσαύτως παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 205, Πινδ. Ν. 7. 149, καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 420, Θήβ. 305, Ἀγ. 81· ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Ἀριστ. Ἀποσπ. 40.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de comparatif à ἀγαθός :
1 plus fort, plus courageux;
2 en gén. meilleur, supérieur.
Étymologie: DELG étym. peu claire ; apparenté à ἀρετή, ἀραρίσκω.

English (Autenrieth)

(root ἀρ, cf. ἄριστος, ἀρετή): comp. (answering to ἀγαθός), better, superior, etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; πρότερος καὶ ἀρείων, Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, Od. 6.182; (παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον, Od. 23.114.

English (Slater)

ᾰρείων
   1 better “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν pr. (I. 8.13)

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. ἀρήων Ibyc.192.3S.

• Prosodia: [ᾰ-]
I usado como compar. de ἀγαθός q.u.
1 mejor de pers. con relación al aspecto físico, el valor, el conocimiento, etc., abs. Πρωτεσίλαος Il.2.101, τὸν δέ τ' ἀρείον' ἀτιμήσασ' ἀποπέμπει Od.20.133, φῶς Hes.Op.193, cf. 207, γένος Hes.Op.158, χρώς Il.19.33, γέρας Pi.N.7.101, cf. Hsch.
c. segundo término de compar. u otra determinación mejor que o en cuanto a ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἄνδρασιν ὡμίλησα Il.1.260, γίγαντες ... ἀρήονες ἀλκάν Ibyc.l.c., οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον Od.6.182, cf. A.A.81, ποῖον ... γαίας πέδον τᾶσδ' ἄρειον A.Th.305
c. dat. ἦ ἄρτι τόδ' ἀμφοτέροισιν ἄρειον Il.19.56, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; Arist.Fr.44
ἄρειον c. inf. es mejor ... ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πᾶν Pi.I.8.13, ἄρειον γὰρ τὰ δριμέα προστιθέναι es mejor aplicar substancias ácidas Hp.Mul.1.18.
2 favorable, de buen augurio ὄρνις Pi.P.8.49, de una estrella ναύτῃσιν ἀ. Arat.42.
II subst. ὁ ἀ. zool., una especie de caracol Ael.NA 10.5. • DMic.: a-ro2-a, a-ro-ha.

• Etimología: De *αρε-ισ-ον c. ε inexplicada, cf. mic. plu. neutr. a-ro2-a < *ἄροσα. La raíz ἀρε- prob. es la misma que en ἀρετή q.u.; o quizá de ἄρειος ‘bueno’, ‘eficaz’ en fórmulas como Ζεὺς ἄρεοις.

Greek Monolingual

ἀρείων (-ονος), -ον (Α)
(χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός
πρβλ. άριστος)
1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο
2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του αγαθός
στον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. αρείονες δήλωνε και ένα είδος σαλιγκαριών. Σε αντίθεση προς τη Μυκηναϊκή, όπου ο συγκριτικός aro2a (αρίοα) σχηματίζεται από αρ- και το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -iyos -, στην Ελληνική αντί των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού αρίων, αίρων, άριστος έχουμε αρείων -άριστος. Ο τ. αρείων προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου άρειον (χωρίς επίθημα συγκριτικού βαθμού) < άρειος «καλός, ισχυρός, ρωμαλαίος, σπουδαίος» (πρβλ. «Ζεῡς ἄρειος, τεῑχος ἄρειον» κ.λπ.) < άρος (πρβλ. συγκριτικό λωΐων < λώϊον < λώϊος)].