αρχειοφύλακας: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:58, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (Α ἀρχειοφύλαξ [-φύλακος])
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.