βουβάλιον: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(big3_9) |
(7) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βουβάλιος, ὁ Hp. en Gal.19.89<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> bot. [[cohombrillo amargo]], [[pepinillo del diablo]], [[Ecballium elaterium (L.) A. Rich.]], Hp.l.c., Ps.Dsc.4.150, Hsch.<br /><b class="num">2</b> gener. plu., un tipo de [[brazalete]] o [[ajorca]] que lleva una cabeza de antílope, Nicostr.Com.32, βουβάλια καρπῶν Diph.58, ἐρωτίων καὶ βουβαλίων ζεῦγος <i>IG</i> 11(2).161B.118 (Delos III a.C.), cf. Poll.5.99, Lib.<i>Decl</i>.32.30, Hsch., <i>EM</i> 206.16G.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Parece un comp. popular de βου- y [[βάλλω]]. | |dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βουβάλιος, ὁ Hp. en Gal.19.89<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> bot. [[cohombrillo amargo]], [[pepinillo del diablo]], [[Ecballium elaterium (L.) A. Rich.]], Hp.l.c., Ps.Dsc.4.150, Hsch.<br /><b class="num">2</b> gener. plu., un tipo de [[brazalete]] o [[ajorca]] que lleva una cabeza de antílope, Nicostr.Com.32, βουβάλια καρπῶν Diph.58, ἐρωτίων καὶ βουβαλίων ζεῦγος <i>IG</i> 11(2).161B.118 (Delos III a.C.), cf. Poll.5.99, Lib.<i>Decl</i>.32.30, Hsch., <i>EM</i> 206.16G.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Parece un comp. popular de βου- y [[βάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βουβάλιον]], το (AM)<br /><b>1.</b> [[είδος]] άγριου αγγουριού<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> [[βουβάλια]], <i>τα</i><br />[[είδος]] βραχιολιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι [[βουβάλιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτατικό (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) <span style="color: red;">+</span> [[βάλλω]], πιθ. από συσχετισμό [[προς]] τη βίαιη [[πτώση]] του ώριμου καρπού από το [[δέντρο]] με το παραμικρό [[άγγιγμα]]. Κατ' άλλους, [[βουβάλιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτ. (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) με β' συνθετικό μία λ. που συνδέεται με το [[βάλανος]]. Εξάλλου η σημ. «[[είδος]] βραχιολιών» προήλθε ίσως από τη [[μορφή]] τους που θα παρουσίαζε [[ομοιότητα]] με τον καρπό, ενώ άλλοι τα συνδέουν με το [[βούβαλις]] «[[είδος]] αντιλόπης»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 455] τό, 1) cunnus, Hesych.; Mein. conj., für μόριον, κοσμάριον, also = vor. – 2) eine wilde Gurkenart, Hippocr.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βουβάλιος, ὁ Hp. en Gal.19.89
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 bot. cohombrillo amargo, pepinillo del diablo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., Hp.l.c., Ps.Dsc.4.150, Hsch.
2 gener. plu., un tipo de brazalete o ajorca que lleva una cabeza de antílope, Nicostr.Com.32, βουβάλια καρπῶν Diph.58, ἐρωτίων καὶ βουβαλίων ζεῦγος IG 11(2).161B.118 (Delos III a.C.), cf. Poll.5.99, Lib.Decl.32.30, Hsch., EM 206.16G.
• Etimología: Parece un comp. popular de βου- y βάλλω.
Greek Monolingual
βουβάλιον, το (AM)
1. είδος άγριου αγγουριού
2. πληθ. βουβάλια, τα
είδος βραχιολιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου- επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το παραμικρό άγγιγμα. Κατ' άλλους, βουβάλιον < βου- επιτ. (< βους) με β' συνθετικό μία λ. που συνδέεται με το βάλανος. Εξάλλου η σημ. «είδος βραχιολιών» προήλθε ίσως από τη μορφή τους που θα παρουσίαζε ομοιότητα με τον καρπό, ενώ άλλοι τα συνδέουν με το βούβαλις «είδος αντιλόπης»].