βούνευρο: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(7) |
(No difference)
|
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(7) |
(No difference)
|
το (Μ βούνερον)
1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού
2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.