γάζα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(strοng)
(7)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=of [[foreign]] [[origin]]; a [[treasure]]: [[treasure]].
|strgr=of [[foreign]] [[origin]]; a [[treasure]]: [[treasure]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό<br /><b>2.</b> διάφανο κεφαλομάντηλο<br /><b>3.</b> «[[φαρμακευτική]] ή [[χειρουργική]] [[γάζα]]» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για [[επικάλυψη]] και [[επίδεση]] τραυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την [[ονομασία]] της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού <i>jc</i> (γαζ) «[[γάζα]]» ή του γαλλ. <i>gaze</i> «[[γάζα]]». Πρβλ. γερμ. <i>Gaze</i>, αγγλ. <i>gauze</i>, ισπ. <i>gaza</i>,. ιταλ. <i>garza</i>].———————— <b>(II)</b><br />η (Α)<br /><b>1.</b> [[θησαυρός]], πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>2.</b> μεγάλο χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] από την Περσική (<b>[[πρβλ]].</b> μσν. περσικό <i>ganj</i>). Η λατ. [[λέξη]] <i>gaza</i>, όπως [[πιθανώς]] και η συρ. <i>gaz</i><i>ā</i>, [[είναι]] με τη [[σειρά]] τους δάνεια από την Ελληνική].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάζα Medium diacritics: γάζα Low diacritics: γάζα Capitals: ΓΑΖΑ
Transliteration A: gáza Transliteration B: gaza Transliteration C: gaza Beta Code: ga/za

English (LSJ)

[γᾱ], ἡ,

   A treasure, Thphr.HP8.11.5, OGI54.22(iii B. C.), Epigr. ap.Str.14.1.39, LXX 2 Es.5.17, Act.Ap.8.27, etc.; ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. D.S.17.35.    II large sum of money, Plb.11.34.12. (Persian word.)

German (Pape)

[Seite 470] ἡ, (persisches Wort), der königliche Schatz, D. Sic.; übh. eine Summe Geldes, Poll. 11, 34. 22, 26; aber 26, 6 werden τὰ χρήματα καὶ ἡ γάζα vbdn, wo an andere Kostbarkeiten zu denken.

Greek (Liddell-Scott)

γάζα: ἡ, θησαυρός, Θεόφρ. Ἱ.Φ. 8.11,5, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Α.22· ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. Διόδ. 17.35· παρὰ Πολυβ., ποσότης τις χρημάτων, 11.34,12, κτλ. (Ἡ λέξις λέγεται Περσική).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 le trésor du roi de Perse ; trésor royal;
2 p. ext. grosse somme d’argent.
Étymologie: mot persan.

English (Abbott-Smith)

γάζα, -ης, ἡ (a Persian word), [in LXX for גִּנְזִין, II Es 5:17 6:1 7:20, 21, Es 4:7; גִּזְבָּר, II Es 7:21; Is 39:2*;]
treasure: Ac 8:27.†

English (Strong)

of foreign origin; a treasure: treasure.

Greek Monolingual

(I)
η
1. λεπτό ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό
2. διάφανο κεφαλομάντηλο
3. «φαρμακευτική ή χειρουργική γάζα» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για επικάλυψη και επίδεση τραυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την ονομασία της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού jc (γαζ) «γάζα» ή του γαλλ. gaze «γάζα». Πρβλ. γερμ. Gaze, αγγλ. gauze, ισπ. gaza,. ιταλ. garza].———————— (II)
η (Α)
1. θησαυρός, πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε θησαυροφυλάκιο
2. μεγάλο χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την Περσική (πρβλ. μσν. περσικό ganj). Η λατ. λέξη gaza, όπως πιθανώς και η συρ. gazā, είναι με τη σειρά τους δάνεια από την Ελληνική].