γονοποιός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_15)
 
(8)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γονοποιός''': -όν, ([[ποιέω]]) [[γονιμοποιός]], Ἰουστῖν. Μ.
|lstext='''γονοποιός''': -όν, ([[ποιέω]]) [[γονιμοποιός]], Ἰουστῖν. Μ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[fecundante]], [[generador]] ὕδωρ Herm.<i>Irris</i>.1, Iust.Phil.<i>Coh.Gr</i>.7.22.
}}
{{grml
|mltxt=[[γονοποιός]], -όν (Μ)<br />ο [[γονιμοποιός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γονοποιός: -όν, (ποιέω) γονιμοποιός, Ἰουστῖν. Μ.

Spanish (DGE)

-όν
fecundante, generador ὕδωρ Herm.Irris.1, Iust.Phil.Coh.Gr.7.22.

Greek Monolingual

γονοποιός, -όν (Μ)
ο γονιμοποιός.