γυψωτός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(big3_10)
(8)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[revocado]] Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.
|dgtxt=-ή, -όν [[revocado]] Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[γυψωτός]], -ή, -όν) [[γυψώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυψωτός Medium diacritics: γυψωτός Low diacritics: γυψωτός Capitals: ΓΥΨΩΤΟΣ
Transliteration A: gypsōtós Transliteration B: gypsōtos Transliteration C: gypsotos Beta Code: guywto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.