δασύτονος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(6_14)
(8)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δασύτονος''': ὁ ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]]. Εὐστάθ.
|lstext='''δασύτονος''': ὁ ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]]. Εὐστάθ.
}}
{{grml
|mltxt=[[δασύτονος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει δασύ [[πνεύμα]], που φέρει [[δασεία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 524] mit dem spiritus asper versehen, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δασύτονος: ὁ ἔχων δασὺ πνεῦμα. Εὐστάθ.

Greek Monolingual

δασύτονος, -ον (Μ)
αυτός που έχει δασύ πνεύμα, που φέρει δασεία.