δαιμονισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[posesión demoníaca]] πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes <i>Cels</i>.8.66.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[posesión demoníaca]] πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes <i>Cels</i>.8.66.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δαιμονισμός]]) [[δαιμονίζομαι]]<br />το να κατέχεται [[κάποιος]] από δαίμονα.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονισμός Medium diacritics: δαιμονισμός Low diacritics: δαιμονισμός Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: daimonismós Transliteration B: daimonismos Transliteration C: daimonismos Beta Code: daimonismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A demoniac possession, Vett. Val.2.18.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονισμός: ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
posesión demoníaca πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes Cels.8.66.

Greek Monolingual

ο (AM δαιμονισμός) δαιμονίζομαι
το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα.