δασύφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_18)
(8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δασύφλοιος''': -ον, ὁ ἔχων τραχὺν φλοιόν, Νίκ. Ἀλ. 269.
|lstext='''δασύφλοιος''': -ον, ὁ ἔχων τραχὺν φλοιόν, Νίκ. Ἀλ. 269.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[δασύφλοιος]], -ον)<br />(για φυτά) όποιος έχει τραχύ φλοιό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[δασύφλοιος]], ο<br />[[είδος]] μύκητα.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δασύφλοιος Medium diacritics: δασύφλοιος Low diacritics: δασύφλοιος Capitals: ΔΑΣΥΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: dasýphloios Transliteration B: dasyphloios Transliteration C: dasyfloios Beta Code: dasu/floios

English (LSJ)

ον,

   A with rough rind, v.l. for λαχυ-, Nic.Al.269.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauher Schaale, κάστανον Nic. Al. 269.

Greek (Liddell-Scott)

δασύφλοιος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺν φλοιόν, Νίκ. Ἀλ. 269.

Greek Monolingual

-ο (Α δασύφλοιος, -ον)
(για φυτά) όποιος έχει τραχύ φλοιό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. δασύφλοιος, ο
είδος μύκητα.