διαστίλβω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[brillar]], [[relucir]] αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar.<i>Pax</i> 567, πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι <i>AP</i> 5.48 (Rufin.), cf. Arist.<i>Mir</i>.830<sup>a</sup>16, Plu.2.497e, Nonn.<i>D</i>.26.168, 42.420, Chrys.M.56.535, Pall.<i>V.Chrys</i>.11.118<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[brillar a través de]] διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ... πάντα τῆς ἐξωμίδος vemos brillar todo a través de su túnica</i> Ar.<i>Fr</i>.8. | |dgtxt=[[brillar]], [[relucir]] αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar.<i>Pax</i> 567, πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι <i>AP</i> 5.48 (Rufin.), cf. Arist.<i>Mir</i>.830<sup>a</sup>16, Plu.2.497e, Nonn.<i>D</i>.26.168, 42.420, Chrys.M.56.535, Pall.<i>V.Chrys</i>.11.118<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[brillar a través de]] διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ... πάντα τῆς ἐξωμίδος vemos brillar todo a través de su túnica</i> Ar.<i>Fr</i>.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαστίλβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[αστραποβολώ]]<br /><b>2.</b> [[λάμπω]] δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... [[ὅμως]] διαστίλβει τὸ [[χρυσίον]]» — ο [[χρυσός]] αστράφτει [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] ανακατεμένος με [[χώμα]], <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A gleam, Ar.Pax567, Nonn.D.42.420; gleam through, Ar.Fr.8, AP5.47 (Rufin.), Plu.2.497e.
German (Pape)
[Seite 604] durchschimmern, Ar. Pax 567; πάντα τῆς ἐξωμίδος fr. bei Poll. 10, 116; – Sp., wie Rufin. 36 (v, 48); Plut. am. prol. 5.
Greek (Liddell-Scott)
διαστίλβω: στίλβω, λάμπω διὰ μέσου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Ἀποσπ. 114, Ἀνθ. Π. 5. 48.
French (Bailly abrégé)
briller à travers.
Étymologie: στίλβω.
Spanish (DGE)
brillar, relucir αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar.Pax 567, πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι AP 5.48 (Rufin.), cf. Arist.Mir.830a16, Plu.2.497e, Nonn.D.26.168, 42.420, Chrys.M.56.535, Pall.V.Chrys.11.118
•c. gen. brillar a través de διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ... πάντα τῆς ἐξωμίδος vemos brillar todo a través de su túnica Ar.Fr.8.
Greek Monolingual
διαστίλβω (Α)
1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ
2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» — ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.).