δρεπανίς: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δραπανίς Hsch.<br />orn., cierto [[pájaro]], prob. un tipo de [[vencejo]], [[Cypselus apus]] o [[Cypselus melba]] Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>27, 29, Plin.<i>HN</i> 11.257, Basil.<i>Hex</i>.8.2, Hsch.l.c., sinón. de κεγχρίς Hsch., Simp.<i>in Ph</i>.470.10. | |dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δραπανίς Hsch.<br />orn., cierto [[pájaro]], prob. un tipo de [[vencejo]], [[Cypselus apus]] o [[Cypselus melba]] Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>27, 29, Plin.<i>HN</i> 11.257, Basil.<i>Hex</i>.8.2, Hsch.l.c., sinón. de κεγχρίς Hsch., Simp.<i>in Ph</i>.470.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[δρεπανίς]])<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών<br />[[είναι]] μικρό [[πτηνό]] με ποικίλα χρώματα και με [[γλώσσα]] ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το [[νέκταρ]] τών λουλουδιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πουλιού που ονομάζεται [[έτσι]] από το [[σχήμα]] τών φτερών του, [[πετροχελίδονο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ (also δραπενίς Hsch.), a kind of
A bird, so called from the shape of its wings, prob. the Alpine swift, Cypselus melba, Arist.HA487b27; = κεγχρίς (κέγχρος cod.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 666] ίδος, ἡ, die Erd- od. Mauerschwalbe, von ihren sichelförmigen Flügeln, Arist. H. A. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπᾰνίς: -ίδος, ἡ, πτηνὸν οὕτω κληθὲν ἐκ τοῦ σχήματος τῶν πτερύγων αὐτοῦ, ἴσως τὸ πετροχελιδόνι (ἄπους), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1. 22.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): δραπανίς Hsch.
orn., cierto pájaro, prob. un tipo de vencejo, Cypselus apus o Cypselus melba Arist.HA 487b27, 29, Plin.HN 11.257, Basil.Hex.8.2, Hsch.l.c., sinón. de κεγχρίς Hsch., Simp.in Ph.470.10.
Greek Monolingual
η (AM δρεπανίς)
ζωολ. γένος πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών
είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών
αρχ.
είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του, πετροχελίδονο.