δυσαπαλλακτία: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(big3_12)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[dificultad en ser eliminado]], [[persistencia]] πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón</i> Pl.<i>Phlb</i>.46c.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[dificultad en ser eliminado]], [[persistencia]] πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón</i> Pl.<i>Phlb</i>.46c.
}}
{{grml
|mltxt=και [[δυσαπαλλαξία]], η (AM [[δυσαπαλλακτία]])<br />η [[δυσκολία]] να απαλλαγεί [[κανείς]] από κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπαλλακτία Medium diacritics: δυσαπαλλακτία Low diacritics: δυσαπαλλακτία Capitals: ΔΥΣΑΠΑΛΛΑΚΤΙΑ
Transliteration A: dysapallaktía Transliteration B: dysapallaktia Transliteration C: dysapallaktia Beta Code: dusapallakti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the quality of being difficult to get rid of, persistency, Pl. Phlb.46c.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Schwierigkeit von etwas loszukommen, Plat. Phil. 46 c; vgl. -ξία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dificultad en ser eliminado, persistencia πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón Pl.Phlb.46c.

Greek Monolingual

και δυσαπαλλαξία, η (AM δυσαπαλλακτία)
η δυσκολία να απαλλαγεί κανείς από κάποιον ή κάτι.