δύστοκος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[nacido para causar desgracia]] λύγκα, δ. [[δάκος]] E.<i>Fr</i>.863.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de parir]] δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.<i>Gaur</i>.5.3.<br /><b class="num">3</b> [[que pare con dificultad]], [[que le cuesta parir]] (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι [[ἄγαν]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.212, ἔτι δὲ [[ἄνω]] κειμένων τῶν ὑστερῶν [[ἀνάγκη]] δυστόκους γίνεσθαι Phlp.<i>in GA</i> 16.6. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[nacido para causar desgracia]] λύγκα, δ. [[δάκος]] E.<i>Fr</i>.863.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de parir]] δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.<i>Gaur</i>.5.3.<br /><b class="num">3</b> [[que pare con dificultad]], [[que le cuesta parir]] (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι [[ἄγαν]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.212, ἔτι δὲ [[ἄνω]] κειμένων τῶν ὑστερῶν [[ἀνάγκη]] δυστόκους γίνεσθαι Phlp.<i>in GA</i> 16.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=, -η, -ο (AM [[δύστοκος]], -ον)<br />αυτή που έχει δύσκολο τοκετό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γεννήθηκε για [[κακό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A born for mischief, δάκος E.Fr.863.
German (Pape)
[Seite 689] schwer gebärend; zum Unheil geboren, Eur. bei Ael. H. A. 14, 6.
Greek (Liddell-Scott)
δύστοκος: -ον, μετὰ πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté pour le malheur, funeste.
Étymologie: δυσ-, τίκτω.
Spanish (DGE)
-ον
1 nacido para causar desgracia λύγκα, δ. δάκος E.Fr.863.
2 difícil de parir δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.Gaur.5.3.
3 que pare con dificultad, que le cuesta parir (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι ἄγαν Chrysipp.Stoic.2.212, ἔτι δὲ ἄνω κειμένων τῶν ὑστερῶν ἀνάγκη δυστόκους γίνεσθαι Phlp.in GA 16.6.
Greek Monolingual
, -η, -ο (AM δύστοκος, -ον)
αυτή που έχει δύσκολο τοκετό
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε για κακό.