δυσπάριτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[de paso difícil]] χωρίον X.<i>An</i>.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.<i>Aed</i>.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.<i>Aed</i>.4.10.27.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[de paso difícil]] χωρίον X.<i>An</i>.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.<i>Aed</i>.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.<i>Aed</i>.4.10.27.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπάριτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να περάσει ή να διαβεί.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάρῐτος Medium diacritics: δυσπάριτος Low diacritics: δυσπάριτος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dyspáritos Transliteration B: dysparitos Transliteration C: dysparitos Beta Code: duspa/ritos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass, X.An.4.1.25.

German (Pape)

[Seite 686] woran schwer vorbei zu gehen ist, χωρίον Xen. An. 4, 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on marche difficilement, difficile (route).
Étymologie: δυσ-, πάρειμι².

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, de paso difícil χωρίον X.An.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.Aed.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.Aed.4.10.27.

Greek Monolingual

δυσπάριτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει ή να διαβεί.