ἐκδότης: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(big3_13) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐγδ- <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siro I a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[el que entrega]] a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας <i>POxy</i>.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[adjudicador]] ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ] ᾶστάλας <i>IPArk</i>.23.11 (Herea III a.C.), cf. <i>ID</i> 507.25, 28 (III a.C.), uno solo <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.<i>Pc</i>.282 (sent. dud.), v. [[ἐκδοτήρ]].<br /><b class="num">3</b> [[traductor]] ὡς δὲ οἱ [[ἄλλοι]] ἐκδόται, [[Ἀκύλας]] μέν Epiph.Const.<i>Haer</i>.65.4.5.<br /><b class="num">4</b> ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch. | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐγδ- <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siro I a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[el que entrega]] a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας <i>POxy</i>.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[adjudicador]] ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ] ᾶστάλας <i>IPArk</i>.23.11 (Herea III a.C.), cf. <i>ID</i> 507.25, 28 (III a.C.), uno solo <i>IG</i> 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.<i>Pc</i>.282 (sent. dud.), v. [[ἐκδοτήρ]].<br /><b class="num">3</b> [[traductor]] ὡς δὲ οἱ [[ἄλλοι]] ἐκδόται, [[Ἀκύλας]] μέν Epiph.Const.<i>Haer</i>.65.4.5.<br /><b class="num">4</b> ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. εκδότις και εκδότρια, η) (AM [[ἐκδότης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναλαμβάνει τη [[δαπάνη]] της εκτυπώσεως και κυκλοφορίας συγγράμματος ή εντύπου («[[εκδότης]] βιβλίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» (για [[εφημερίδα]]) αυτός που έχει τη νομική [[ευθύνη]] για τα δημοσιευόμενα<br />β. «[[εκδότης]] συναλλαγματικής» — αυτός που συντάσσει και υπογράφει σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού κώδικα ειδικό [[έγγραφο]] με το οποίο δίνει [[εντολή]] σε τρίτο [[πρόσωπο]] να καταβάλει το οφειλόμενο [[ποσό]] στον αποδέκτη<br />γ. «[[εκδότης]] εντάλματος, διαβατηρίου κ.λπ.» — ο [[αρμόδιος]] [[υπάλληλος]] ή η αρμόδια [[αρχή]] για την έκδοσή τους<br /><b>4.</b> «[[εκδότης]] εισιτηρίων» — αυτός που δίνει με [[καταβολή]] του αντίτιμου τα δελτία εισόδου σε χώρο θεαμάτων, σε συγκοινωνιακά [[μέσα]] κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />[[ανάδοχος]], [[εργολάβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παραγγέλνει [[κάτι]] με [[αντιμισθία]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δίνει σε γάμο την [[κόρη]] του<br /><b>3.</b> [[προδότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who farms out contracts or taxes, ib. 12(5).653.63, etc. II one who gives his daughter in marriage, POxy.497.15 (ii A.D.). III betrayer, Hsch.
German (Pape)
[Seite 758] ὁ, der eine Arbeit für Lohn verdingt, Inscr. II p. 277.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐγδ- IG 12(5).653.63 (Siro I a.C.)
1 el que entrega a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας POxy.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).
2 adjudicador ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ] ᾶστάλας IPArk.23.11 (Herea III a.C.), cf. ID 507.25, 28 (III a.C.), uno solo IG 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.Pc.282 (sent. dud.), v. ἐκδοτήρ.
3 traductor ὡς δὲ οἱ ἄλλοι ἐκδόται, Ἀκύλας μέν Epiph.Const.Haer.65.4.5.
4 ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκδότις και εκδότρια, η) (AM ἐκδότης)
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει τη δαπάνη της εκτυπώσεως και κυκλοφορίας συγγράμματος ή εντύπου («εκδότης βιβλίου»)
2. φρ. α. «υπεύθυνος εκδότης» (για εφημερίδα) αυτός που έχει τη νομική ευθύνη για τα δημοσιευόμενα
β. «εκδότης συναλλαγματικής» — αυτός που συντάσσει και υπογράφει σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού κώδικα ειδικό έγγραφο με το οποίο δίνει εντολή σε τρίτο πρόσωπο να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στον αποδέκτη
γ. «εκδότης εντάλματος, διαβατηρίου κ.λπ.» — ο αρμόδιος υπάλληλος ή η αρμόδια αρχή για την έκδοσή τους
4. «εκδότης εισιτηρίων» — αυτός που δίνει με καταβολή του αντίτιμου τα δελτία εισόδου σε χώρο θεαμάτων, σε συγκοινωνιακά μέσα κ.λπ.
μσν.
ανάδοχος, εργολάβος
αρχ.
1. αυτός που παραγγέλνει κάτι με αντιμισθία
2. εκείνος που δίνει σε γάμο την κόρη του
3. προδότης.