ἔκκλυσμα: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo arrojado por el mar]] a la playa [[δεῖ]] δὲ προσέχειν ... πῶς ἐκ θαλάττης οὖσα καὶ ἐκλύσματος (<i>sic</i>) εἰς πορφύραν μετατρέπεται del caracol de la púrpura, Zos.Alch.164.15<br /><b class="num">•</b>fig. [[residuo]] τὰ ... τῶν πικρῶν ἐκκλύσματα Plu.2.463a, τὰ τῆς ἡδονῆς ἐκκλύσματα Plu.2.1089b.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo arrojado por el mar]] a la playa [[δεῖ]] δὲ προσέχειν ... πῶς ἐκ θαλάττης οὖσα καὶ ἐκλύσματος (<i>sic</i>) εἰς πορφύραν μετατρέπεται del caracol de la púrpura, Zos.Alch.164.15<br /><b class="num">•</b>fig. [[residuo]] τὰ ... τῶν πικρῶν ἐκκλύσματα Plu.2.463a, τὰ τῆς ἡδονῆς ἐκκλύσματα Plu.2.1089b.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔκκλυσμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> (για κόκκινη [[βαφή]]) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκλυσμα Medium diacritics: ἔκκλυσμα Low diacritics: έκκλυσμα Capitals: ΕΚΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: ékklysma Transliteration B: ekklysma Transliteration C: ekklysma Beta Code: e)/kklusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is washed away, τὸ τῆς ἡδονῆς ἔ. Plu.2.1089b ; that which is washed up, produce of the sea, of purple dye, Zos.Alch.p.164

German (Pape)

[Seite 764] τό, das Ausgespülte, der Schmutz, Plut. non posse 4 M.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκλυσμα: τό, τὸ ἐκπλυνόμενον, ἀπόπλυμα, Πλούτ. 2. 1089Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lavure.
Étymologie: ἐκκλύζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo arrojado por el mar a la playa δεῖ δὲ προσέχειν ... πῶς ἐκ θαλάττης οὖσα καὶ ἐκλύσματος (sic) εἰς πορφύραν μετατρέπεται del caracol de la púrpura, Zos.Alch.164.15
fig. residuo τὰ ... τῶν πικρῶν ἐκκλύσματα Plu.2.463a, τὰ τῆς ἡδονῆς ἐκκλύσματα Plu.2.1089b.

Greek Monolingual

ἔκκλυσμα, το (Α)
1. απόπλυμα
2. (για κόκκινη βαφή) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.