ἐκτροχάζω: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrollar]] ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.<br /><b class="num">2</b> fig., en el discurso [[desarrollar]] un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.<i>Ther</i>.2. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrollar]] ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.<br /><b class="num">2</b> fig., en el discurso [[desarrollar]] un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.<i>Ther</i>.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκτροχάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγαίνω]] έξω τρέχοντας, [[εκτρέχω]]<br /><b>2.</b> [[πραγματεύομαι]] με [[συντομία]], [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
A rush out, Apollod.2.7.3. II treat summarily, Dsc. Ther.2.
German (Pape)
[Seite 783] = ἐκτρέχω, Apolld. 2, 7, 3; durchgehen, erzählen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτροχάζω: ἐκτρέχω, ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· διέρχομαι ἐπιτροχάδην, Διοσκ. Θηρ. 2.
Spanish (DGE)
1 arrollar ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.
2 fig., en el discurso desarrollar un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.Ther.2.
Greek Monolingual
ἐκτροχάζω (Α)
1. βγαίνω έξω τρέχοντας, εκτρέχω
2. πραγματεύομαι με συντομία, διέρχομαι επιτροχάδην.