ἐναιμήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[ensangrentado]] κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος <i>AP</i> 6.233 (Maec.).
|dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[ensangrentado]] κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος <i>AP</i> 6.233 (Maec.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναιμήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του [[αίμα]], ο [[γεμάτος]] με [[αίμα]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναιμήεις Medium diacritics: ἐναιμήεις Low diacritics: εναιμήεις Capitals: ΕΝΑΙΜΗΕΙΣ
Transliteration A: enaimḗeis Transliteration B: enaimēeis Transliteration C: enaimieis Beta Code: e)naimh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = sq.,

   A κέντρα μύωπος AP6.233 (Maec.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναιμήεις: εσσα, εν, = τῷ ἑπόμ., Ἀνθ. Π. 6. 233.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
ensangrentado κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος AP 6.233 (Maec.).

Greek Monolingual

ἐναιμήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα.