εξαμείβω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(12) |
(No difference)
|
Revision as of 07:09, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἐξαμείβω (AM) αμείβω
1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.)
2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.)
3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.)
4. διαβαίνω από έναν τόπο
αρχ.
1. αποσύρομαι, φεύγω
2. ανταμείβω, ανταποδίδω («κακοῑσι ποιναῑς ταῑσδέ μ' άντημείψατο», Αισχύλ.).