ἐπιμύσσω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμύσσω''': [[ἐπιμυκτηρίζω]] ἐν Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 6. 3, ὑπὸ Hemst.· τοὺς ὀδόντας ἐπιμυγέντες ἀντὶ ἀπομυγέντες, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καταγελασθέντες»· ― πρβλ. [[ἀποσμύχομαι]] ἐν ἐκδόσει Jacobitz ἀποσμυγέντες).
|lstext='''ἐπιμύσσω''': [[ἐπιμυκτηρίζω]] ἐν Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 6. 3, ὑπὸ Hemst.· τοὺς ὀδόντας ἐπιμυγέντες ἀντὶ ἀπομυγέντες, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καταγελασθέντες»· ― πρβλ. [[ἀποσμύχομαι]] ἐν ἐκδόσει Jacobitz ἀποσμυγέντες).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμύσσω]] (Α)<br />[[επιμυκτηρίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμύσσω Medium diacritics: ἐπιμύσσω Low diacritics: επιμύσσω Capitals: ΕΠΙΜΥΣΣΩ
Transliteration A: epimýssō Transliteration B: epimyssō Transliteration C: epimysso Beta Code: e)pimu/ssw

English (LSJ)

   A laugh at, cj. in Luc.DMort.6.3: aor. 1 ἐπέμυξα Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] = ἐπιμύζω, aber die VLL. citiren nur den aor. ἐπέμυξαν, den sie ἐπεμυκτήρισαν erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύσσω: ἐπιμυκτηρίζω ἐν Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 6. 3, ὑπὸ Hemst.· τοὺς ὀδόντας ἐπιμυγέντες ἀντὶ ἀπομυγέντες, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καταγελασθέντες»· ― πρβλ. ἀποσμύχομαι ἐν ἐκδόσει Jacobitz ἀποσμυγέντες).

Greek Monolingual

ἐπιμύσσω (Α)
επιμυκτηρίζω.