ἐπινίκιος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, <i>etc.</i>) ; τὰ ἐπινίκια :<br /><b>1</b> chants de victoire;<br /><b>2</b> sacrifice <i>ou</i> fêtes en l’honneur d’une victoire;<br /><b>3</b> prix de la victoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νίκη]]. | |btext=ος, ον :<br />qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, <i>etc.</i>) ; τὰ ἐπινίκια :<br /><b>1</b> chants de victoire;<br /><b>2</b> sacrifice <i>ou</i> fêtes en l’honneur d’une victoire;<br /><b>3</b> prix de la victoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νίκη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπινίκιος]], -ον) [[νίκη]]<br /><b>1.</b> αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η [[νίκη]] («[[επινίκιος]] ύμνος», «[[ἐπινίκιος]] [[πομπή]]», «επινίκιο [[άσμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπινίκιος]] Ὕμνος» — ο [[ὕμνος]] «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος [[Σαβαώθ]]...» στην αγία [[αναφορά]] της Θείας Ευχαριστίας τών Ανατολικών Εκκλησιών<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα επινίκια</i><br />ο [[πανηγυρικός]] [[εορτασμός]] της νίκης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπινίκιον</i><br />[[άσμα]] για να τιμηθεί η [[νίκη]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπινίκια</i><br />α) [[θυσία]] για τη [[νίκη]]<br />β) [[βραβεία]] για τη [[νίκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of victory, ἀοιδαί Pi.N.4.78; ὕμνος D.S.5.29; ἀγῶνες ἐ. games to celebrate victory, Plb.30.22.1, cf. IGRom.4.1268 (Thyatira); ἐ. πομπή, ἑορτή, D.H.3.41, Plu.Rom.29; ἐ. τιμαί the honours of a triumph, Id.Aem.31; ἡμέρα Id.Cor.3; στολή D.C.37.21. Adv. -ίως Hsch. s.v. ἀλαλάζει. II. as Subst., ἐπινίκιον (sc.ᾆσμα, μέλος), τό, song of victory, triumphal ode, such as Pindar's, cf. Ath.1.3e; Ζῆνα . . ἐπινίκια κλάζων A.Ag.174 (lyr.). 2. ἐπινίκια (sc.ἱερά), τά, sacrifice for a victory or feast in honour of it, Ar.Fr.433, And.4.29, D.21.55, etc.; τὰ ἐ. θύειν Pl.Smp.173a, etc.; ἑστιᾶν D.59.33; ἐ. πέμψαι, πεμφθῆναι, of a Roman triumph, D.C.36.25,37.21. b. (sc. ἆθλα) prize of victory, S.El. 692, D.H.3.27, IG7.3195,3196 (Orchom. Boeot.).
German (Pape)
[Seite 965] zum Siege gehörig; ἀοιδή, Siegesgesang, Pind. N. 4, 76; ἀγῶνες Pol. 30, 13; Folgde; auch ὁ ἐπινίκιος, sc. ὕμνος, u. τὸ ἐπινίκιον, sc. μέλος, Schol., Ath. I, 3 e, D. Sic. 5, 29; so auch ἐπινίκια κλάζων Aesch. Ag. 167; ἐνεγκὼν πάντα ἐπινίκια, Siegespreis, Soph. El. 682, wie D. Hal. 3, 27; τὰ ἐπινίκια θύειν, ein Opferfest wegen eines Sieges veranstalten, Plat. Conv. 173 a; Dem. 59, 33; vgl. Ar. bei Ath. IX, 387 f; – πομπή, Siegesaufzug, D. Hal. u. ä. a. Sp.; ἐπινίκια πέμπειν, triumphum agere, D. C. 36, 8. – Adv. ἐπινικίως, Hesych. v. ἀλαλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινίκιος: ῑ, ον, (νίκη) ἀνήκων εἰς νίκην, περὶ νίκης, ἀοιδὴ Πίνδ. Ν. 127· ὕμνος Διόδ. 5. 29· ἀγῶνες ἐπ., ἐπὶ νίκῃ, πρὸς πανηγυρισμὸν νίκης, Πολύβ. 30. 13, 1. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3503· οὕτως, ἐπινίκιος πομπή, ἑορτή, πανήγυρις Διον. Ἁλ. 3. 41. Πλουτ. Ρωμ. 29· ἐπ. τιμαί, αἱ θριαμβευτικαὶ τιμαί, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 31· ἡμέρα ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἐπινίκιον (ἐξυπ. ᾆσμα, μέλος), τό, ᾆσμα ἐπὶ νίκῃ, ᾠδὴ θριαμβική, οἷα τὰ ἐπινίκια τοῦ Πινδάρου, πρβλ. Ἀθην. 3Ε· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων (πρβλ. ἐπευφημέω) Αἰσχύλ. Ἀγ. 174. 2) ἐπινίκια (ἐξυπ. ἱερά), τά, θυσία ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑορτὴ πρὸς πανηγυρισμὸν αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 370. Ἀνδοκ. 33. 1, Πλάτ. Συμπ. 17Α, Δημ. 532. 12· τὰ ἐπ. θύειν Πλάτ. Συμπ. 173Α, κτλ.· ἑστιᾶν Δημ. 1356. 8. β) (ἐξυπ. ἆθλα), τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια Σοφ. Ἠλ. 692, Διον. Ἁλ. 3. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 1583 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, etc.) ; τὰ ἐπινίκια :
1 chants de victoire;
2 sacrifice ou fêtes en l’honneur d’une victoire;
3 prix de la victoire.
Étymologie: ἐπί, νίκη.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπινίκιος, -ον) νίκη
1. αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η νίκη («επινίκιος ύμνος», «ἐπινίκιος πομπή», «επινίκιο άσμα»)
2. φρ. «ἐπινίκιος Ὕμνος» — ο ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» στην αγία αναφορά της Θείας Ευχαριστίας τών Ανατολικών Εκκλησιών
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινίκια
ο πανηγυρικός εορτασμός της νίκης
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ ἐπινίκιον
άσμα για να τιμηθεί η νίκη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπινίκια
α) θυσία για τη νίκη
β) βραβεία για τη νίκη.