ἐπιστημονικός: Difference between revisions

13
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστημονικός''': -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ [[λογιστικός]], τὸ ἐπ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· [[θεός]]... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· [[ἀπόδειξις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.
|lstext='''ἐπιστημονικός''': -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ [[λογιστικός]], τὸ ἐπ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· [[θεός]]... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· [[ἀπόδειξις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστημονικός]], -ή, -όν) [[επιστήμων]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστήμη]], που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική [[έρευνα]], [[συζήτηση]]», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική [[ἀπόδειξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να κατέχει την [[επιστήμη]], να μαθαίνει καλά [[κάτι]] («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}