ἐριθακώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῑθᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἐρίθακος]], [[λάλος]], [[φλύαρος]], ἐριθακώδεις γραῖαι Ἐπίχ. 33 Ahr.
|lstext='''ἐρῑθᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἐρίθακος]], [[λάλος]], [[φλύαρος]], ἐριθακώδεις γραῖαι Ἐπίχ. 33 Ahr.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριθακώδης]], -ες (Α) [[εριθάκη]]<br />αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο [[φλύαρος]] («ἐριθακώδεις γραῑαι», Επίχ.).
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῑθᾰκώδης Medium diacritics: ἐριθακώδης Low diacritics: εριθακώδης Capitals: ΕΡΙΘΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: erithakṓdēs Transliteration B: erithakōdēs Transliteration C: erithakodis Beta Code: e)riqakw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of ἐριθάκη 2, γραῖαι Epich.61.

German (Pape)

[Seite 1028] ες, dem obigen Vogel ähnlich, γραῖαι, Epicharm. bei Ath. VII, 318 e, vielleicht schwatzhaft.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἐρίθακος, λάλος, φλύαρος, ἐριθακώδεις γραῖαι Ἐπίχ. 33 Ahr.

Greek Monolingual

ἐριθακώδης, -ες (Α) εριθάκη
αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῑαι», Επίχ.).