ἐργαστηριακός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(CSV import)
 
(14)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)rgasthriako/s
|Beta Code=e)rgasthriako/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">practising a handicraft</b>, ἄνθρωποι <span class="bibl">Plb.38.12.5</span> : <b class="b3">-κοί, οἱ,</b> <b class="b2">work-people</b>, <span class="bibl">D.S.31.25</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">practising a handicraft</b>, ἄνθρωποι <span class="bibl">Plb.38.12.5</span> : <b class="b3">-κοί, οἱ,</b> <b class="b2">work-people</b>, <span class="bibl">D.S.31.25</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐργαστηριακός]], -ή, -όν) [[εργαστήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[εργαστήριο]] («εργαστηριακή [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει χειρωνακτική [[εργασία]] («[[πλῆθος]] ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐργαστηριακόν</i><br />[[φόρος]] που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί.
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστηριακός Medium diacritics: ἐργαστηριακός Low diacritics: εργαστηριακός Capitals: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: ergastēriakós Transliteration B: ergastēriakos Transliteration C: ergastiriakos Beta Code: e)rgasthriako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A practising a handicraft, ἄνθρωποι Plb.38.12.5 : -κοί, οἱ, work-people, D.S.31.25.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐργαστηριακός, -ή, -όν) εργαστήριο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε εργαστήριο («εργαστηριακή έρευνα»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασίαπλῆθος ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργαστηριακόν
φόρος που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί.