ἔρχομαι: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(strοng) |
(14) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[middle]] [[voice]] of a [[primary]] [[verb]] (used [[only]] in the [[present]] and [[imperfect]] tenses, the others [[being]] supplied by a [[kindred]] ([[middle]] [[voice]]) eleuthomai el-yoo'-thom-ahee, or ([[active]]) eltho el'-[[tho]], [[which]] do [[not]] [[otherwise]] [[occur]]); to [[come]] or go (in a [[great]] [[variety]] of applications, [[literally]] and [[figuratively]]): [[accompany]], [[appear]], [[bring]], [[come]], [[enter]], [[fall]] [[out]], go, [[grow]], X [[light]], X [[next]], [[pass]], [[resort]], be [[set]]. | |strgr=[[middle]] [[voice]] of a [[primary]] [[verb]] (used [[only]] in the [[present]] and [[imperfect]] tenses, the others [[being]] supplied by a [[kindred]] ([[middle]] [[voice]]) eleuthomai el-yoo'-thom-ahee, or ([[active]]) eltho el'-[[tho]], [[which]] do [[not]] [[otherwise]] [[occur]]); to [[come]] or go (in a [[great]] [[variety]] of applications, [[literally]] and [[figuratively]]): [[accompany]], [[appear]], [[bring]], [[come]], [[enter]], [[fall]] [[out]], go, [[grow]], X [[light]], X [[next]], [[pass]], [[resort]], be [[set]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και έρχουμαι (AM [[ἔρχομαι]])<br /><b>1.</b> κατευθύνομαι ή [[πλησιάζω]] σε κάποιον [[τόπο]] ή σε κάποιον [[πρόσωπο]] (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», <b>Θουκ.</b> β. «τον είδα νά ΄ρχεται [[προς]] το [[μέρος]] μου»)<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] [[πίσω]] (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ήρθα [[πάλι]]»<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε κάποιον [[τόπο]] (α. «θα έρθει με το τελευταίο [[τρένο]]» β. «[[μετά]] δε ταῡτα χωρισθεὶς ὁ Παῡλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἧλθεν εὶς Κόρινθον», ΚΔ.)<br /><b>4.</b> (για εξωτερικά ερεθίσματα, ήχους, φωνές) [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], ακούγομαι («τὸν δ’ [[αἶψα]] περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προέρχομαι]], έχω την [[προέλευση]] ή την [[αρχή]] (α. «καὶ οὖν καὶ [[ἄρτι]] ἀπ’ ἐκεῖνον [[ἔρχομαι]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «απ’ την [[κουταμάρα]] του ήρθε όλο το [[κακό]]»)<br /><b>6.</b> [[προβαίνω]] σε κάποια [[ενέργεια]] (α. «πρώτον [[έρχομαι]] να ρωτήσω για την καλή σου [[υγεία]]» β. «ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ [[ἔρχομαι]] ἐρέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] (α. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τον κόσμον», ΚΔ<br />β. «δεν ήρθα για καλό»)<br /><b>8.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) εμφανίζομαι, [[καταφθάνω]] («ήρθε [[ένας]] [[βοριάς]]!»)<br /><b>9.</b> (για χρονικές διαιρέσεις, εποχές, ώρες) [[φθάνω]] (α. «εἰς ὅ κεν’ ἔλθῃ νὺξ [[ἀβρότη]]» — όταν θα πέσει η [[νύχτα]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ήρθε το [[καλοκαίρι]]»)<br /><b>10.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον αιφνιδίως (α. «μού ήρθε [[ζάλη]]» β. «μού ήρθε [[κουτί]]» [ενν. <i>η [[τύχη]]<br />συνέβη [[κάτι]] [[χωρίς]] να το [[περιμένω]] ενώ το επιθυμούσα<br />γ. «τοιάδ’ ἐπ’ αὐτοὺς ἦλθε [[συμφορά]] πάθους», Αισχυλ.)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] στον εαυτό μου», «εἰς ἐμαυτὸν [[ἔρχομαι]]» — [[συνέρχομαι]], [[ξαναβρίσκω]] τις αισθήσεις μου ή την ψυχική μου [[ισορροπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] ορισμένη [[θέση]] («ήρθε [[πρώτος]] στον διαγωνισμό»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ερχόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο [[προσεχής]], αυτός που ακολουθεί [[αμέσως]] («στο ερχόμενο [[μάθημα]]»)<br /><b>3.</b> (η προστ.) <i>έλα</i><br />α) ως προτρεπτικό («έλα, [[εμπρός]], δρόμο»)<br />β. για [[υπερβολή]] («έλα, τά παραλές»)<br />γ) σε [[συνεκφορά]] με το <i>δα</i> για [[δήλωση]] θαυμασμού ή αμφιβολίας («έλα δα, μη μάς τά λες τόσο τραγικά»)<br />δ. σε [[συνεκφορά]] με το <i>μα</i> για [[δήλωση]] αντίθεσης («έξυπνο [[παιδί]], μα έλα που [[είναι]] πεισματάρικο»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ήρθε η ώρα» — έφτασε η κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «ήρθε η ώρα μου» — έφτασε η [[στιγμή]] του θανάτου μου<br />γ) «έρχεται ο [[καιρός]] μου» — [[ωριμάζω]]<br />δ) «[[έρχομαι]] στον κόσμο» — γεννιέμαι<br />ε) «[[έρχομαι]] στο φως» — αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι<br />στ) «[[έρχομαι]] στα πράγματα» — [[αναλαμβάνω]] την [[εξουσία]]<br />ζ) «[[έρχομαι]] [[πρώτα]] ή [[πριν]]» — [[προηγούμαι]]<br />η) «[[πάει]] κι έρχεται» — [[κάπως]] υποφέρεται<br />θ) «[[πάει]] κι έλα» — [[μετάβαση]] με [[επιστροφή]] («ένα [[εισιτήριο]] [[πάει]] κι έλα»)<br />ι) «το πήγαιν’ έλα» — η συχνή [[μετακίνηση]]<br />ια) (ως [[χαιρετισμός]] για κάποιους που φθάνουν) «[[καλώς]] ήρθες» — [[καλώς]] όρισες<br />ιβ) «[[έρχομαι]] ώς, [[ίσαμε]]» — [[φθάνω]] σε ύψος [[μέχρι]] κάποιο [[σημείο]] («του έρχεται ως τους ώμους»)<br />ιγ) «λέει ό,τι του ‘ρθει» — λέει [[λόγια]] [[χωρίς]] να τά σκεφθεί<br />ιδ) «μού ‘ρχεται [[κεραμίδα]], [[κόλπος]]» — εκπλήττομαι, [[απομένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]<br />ιε) «μού ‘ρχεται καλά, [[κουτί]]» — μού ταιριάζει απόλυτα<br />ιστ) «τί μού ‘ρθε;» — τί μ’ έπιασε ([[ποιά]] [[διάθεση]] με κατέλαβε;)<br />ιζ) «μού ‘ρθε στον νου» — [[ξαφνικά]] θυμήθηκα<br />ιη) «[[έρχομαι]] σε κίνδυνο» — [[διακινδυνεύω]]<br />ιθ) «[[έρχομαι]] σε [[ρήξη]], σε [[λόγια]]» — [[διαφωνώ]] έντονα, [[λογοφέρνω]]<br />κ) «ἐρχομαι σε [[απελπισία]]» — απελπίζομαι<br />κα) «ἐρχομαι σε [[ευθυμία]], στο [[κέφι]]» — [[ευθυμώ]], [[μεθώ]]<br />κβ) «[[έρχομαι]] σε [[ηλικία]]» — [[γερνώ]]<br />κγ) «ήρθαν στα χέρια» — συνεπλάκησαν<br />κδ) «[[έρχομαι]] στα [[λόγια]] σου» — [[αρχίζω]] να [[συμφωνώ]] [[μαζί]] σου<br />κε) «δεν έρχεται σε λογαριασμό» — [[είναι]] [[απροσάρμοστος]], [[άκαμπτος]]<br />κστ) «έρχεται άσχημα» — [[είναι]] άσχημο<br />κζ) «όσα πάνε κι όσα έρθουν» — για άσωτους που δεν τους κάνουν [[αίσθηση]] οι μεγάλες δαπάνες<br />κη) «[[πηγαίνω]] κι [[έρχομαι]]» — σείομαι<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[Γιάννης]] πήγε, [[Γιάννης]] ήρθε» — για ανόητους που δεν κάνουν καμία πρόοδο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αρχίζω]]<br /><b>2.</b> γεννιέμαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔρχομαι]] εἰς [[γνώρα]]» — συνετίζομαι, [[αναγνωρίζω]] το σωστό<br />β) «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγον» — συμφωνῶ<br />γ) «[[ἔρχομαι]] εἰς [[λογία]]» — [[συζητώ]]<br />ή [[φιλονεικώ]]<br />δ) «[[ἔρχομαι]] εἰς νοῡν ή [[κατά]] νοῡν» — [[συνέρχομαι]]<br />ε) (για στρατεύματα) «[[ἔρχομαι]] τῆς γῆς» — αποβιβάζομαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πορεύομαι]], [[βαδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]],[[περνώ]] από κάποιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> συναθροίζομαι («καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῑν τοὺς ἀρχιερεῑς καὶ ὅλον τὸ [[συνέδριον]] αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπί πᾱν [[ἦλθον]]» — δοκίμασα [[κάθε]] [[μέσο]]<br />β) «εἰς λόγους [[ἔρχομαι]]» — [[συνομιλώ]]<br />γ) «εἰς ὄψιν [[ἔρχομαι]]» — [[βλέπω]] προσωπικά<br />δ) «εἰς χεῖρας [[ἔρχομαι]]» — συμφιλιώνομαι<br />ε) «εἰς [[ὀργὰς]] [[ἔρχομαι]]» — οργίζομαι με κάποιον<br />στ) «[[παρά]] [[μικρόν]], παρ’ ὀλίγον [[ἔρχομαι]]» — [[παρά]] λίγο να... ζ) «εἰς ἡλικίαν [[ἔρχομαι]]» — [[φθάνω]] σε ορισμένη [[ηλικία]]<br />η) «εἰς ἀσθενὲς [[ἔρχομαι]]» — [[φθάνω]] σε αδύνατο [[συμπέρασμα]]<br />θ) «[[ἔρχομαι]] [[παρά]] τινα» — συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hέρ</i>-<i>χο</i>-<i>μαι</i> με [[ανομοίωση]] δασέων και [[επίθημα]] -<i>χε</i> / -<i>χο</i>. Ο [[συσχετισμός]] με αλβ. <i>erdha</i> «ήρθα» ή με αρχ. ιρλ. <i>eirg</i> «ἐλα» και με αρχ. ινδ. <i>rgh</i><i>ā</i><i>yati</i> «σείομαι, [[εφορμώ]]» δεν φαίνεται [[βάσιμος]]. Κατ’ [[άλλη]] δε [[άποψη]], ο τ. [[έρχομαι]] ανάγεται σε τ. <i>έρ</i>-<i>σκ</i>-<i>ομαι</i> (με [[επίθημα]] -<i>σκ</i>-), [[οπότε]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rcchati</i> «[[καταφέρνω]]», χεττ. <i>ar</i>-<i>sk</i> «[[πετυχαίνω]], [[εισβάλλω]]», το χ. Α <i>ar</i>-<i>s</i>, το χ. Β <i>er</i>-<i>s</i> «[[προέρχομαι]], [[παράγω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανέρχομαι]], [[απέρχομαι]], [[διέρχομαι]], [[εισέρχομαι]], [[εξέρχομαι]], [[επέρχομαι]], [[κατέρχομαι]], [[μετέρχομαι]], [[παρέρχομαι]], [[περιέρχομαι]], [[προέρχομαι]], [[προσέρχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπέρχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπεξέρχομαι]], [[αντιπαρέρχομαι]], [[διεξέρχομαι]], [[επανέρχομαι]], <i>ξαναέρχομαι</i>, [[ξανάρχομαι]], [[πηγαινοέρχομαι]], [[συχνοέρχομαι]], [[υπεισέρχομαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
Il.13.256, etc. (Act. ἔρχω as barbarism, Tim.Pers.167): impf.
A ἠρχόμην Hp.Epid.7.59, Arat.102, (δι-) Pi.O.9.93 ; freq. in later Prose, LXXGe.48.7, Ev.Marc.1.45, Luc.Jud.Voc.4, Paus.5.8.5, etc.; in Att. rare even in compds., ἐπ-ηρχόμην Th.4.120 (perh. fr. ἐπάρχομαι), προσ- ib.121 (perh. fr. προσάρχομαι), περι- Ar.Th.504 cod.: from ἐλυθ- (cf. ἐλεύθω) come fut. ἐλεύσομαι, Hom., Ion., Trag. (A. Pr.854, Supp.522, S.OC1206, Tr.595), in Att. Prose only in Lys.22.11, freq. later, D.H.3.15, etc.: aor., Ep. and Lyr. ἤλῠθον Il.1.152, Pi.P.3.99, etc., used by E. (not A. or S.) in dialogue (Rh.660,El. 598,Tr.374, cf. Neophr.1.1); but ἦλθον is more freq. even in Hom., and is the only form used in obl. moods, ἐλθέ, ἔλθω, ἔλθοιμι, ἐλθεῖν, ἐλθών; Ep. inf. ἐλθέμεναι, -έμεν, Il.1.151, 15.146 (indic. never ἐλυθ- unaugmented unless ἐξ-ελύθη Il.5.293 has replaced ἐξ-έλυθε); Dor. ἦνθον Epich.180, Sophr.144, Theoc.2.118; imper. ἐνθέ Aristonous 1.9 ; part. ἐνθών IG9(1).867 (Corc., vi B.C.), (κατ-) Schwyzer 657.4 (Arc., iv B.C.); subj.ἔνθῃ Berl.Sitzb.1927.164 (Cyrene); Lacon. ἔλσῃ, ἔλσοιμι, ἐλσών, Ar.Lys.105, 118, 1081 ; later ἦλθα LXX2 Ki.24.7, Ev.Matt.25.36, BGU530.11 (i A.D.), IG14.1320, etc.; 3pl. ἤλθοσαν LXX Jo.2.22, al., PTeb.179 (ii B.C.), etc.; ἤλυθα IG14.1971, Nonn.D.37.424, (ἐπ-) AP14.44 : pf. ἐλήλῠθα (not in Hom.) A.Pr.943, etc.; sync. pl. ἐλήλῠμεν, -υτε, Cratin.235, Achae.24,43 ; Ep. εἰλήλουθα, whence I pl. εἰλήλουθμεν Il.9.49, Od.3.81, part. εἰληλουθώς 19.28, 20.360 ; once ἐληλουθώς Il.15.81, part. κατ-εληλευθυῖα Berl.Sitzb. 1927.166 (Cyrene); Cret. pf. inf. ἀμφ-εληλεύθεν, v. ἀμφέρχομαι: Boeot. pf. διεσσ-είλθεικε Schwyzer 485.2 (Thesp., iii B.C.), part. κατηνθηκότι ib.657.39 (Arc., iv B.C.): plpf. ἐληλύθειν Ar.Eq.1306 ; Ion. ἐληλύθεε Hdt.5.98 ; Ep. εἰληλούθει Il.4.520, εἰληλούθειν Call.Fr. 532.—In Att. the obl. moods of pres., as well as the impf. and fut. were replaced by forms of εἶμι ibo (q.v.): in LXX and Hellenistic Greek the place of the compounds, esp. ἐξ-, εἰσέρχομαι, is commonly taken by ἐκ-, εἰσπορεύομαι, etc., the fut., aor., and pf. being supplied as before by ἐλυθ- (ἐλθ-): I start, set out, ἦ μέν μοι μάλα πολλὰ..Λυκάων ἐρχομένῳ ἐπέτελλε when I was setting out, Il.5.198, cf. 150 ; τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς a ship was just starting, Od. 14.334 ; ἐς πλόον ἐρχομένοις (v.l. ἀρχ-) Pi.P.1.34. 2 walk,= περιπατέω, χαμαὶ ἐρχομένων ἀνθρώπων Il.5.442 ; σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται walking in justice, Pi.P.5.14 : the two foreg. rare signfs. belong only to the pres. ἔρχομαι. II (much more freq.) come or go (the latter esp. in Ep. and Lyr.), ἦλθες thou art come, Od.16.461, etc.; χαίροισ' ἔρχεο go and fare thee well, Sapph.Supp.23.7, cf. Il.9.43, Od.10.320, 1.281 ; ἀγγελίην στρατοῦ.. ἐρχομένοιο 2.30, cf. 10.267 ; πάλιν ἐλθέμεν, αὖτε εἰλήλουθα, 19.533, 549 ; οἶκον ἐλεύσεται ib.313 ; οἴκαδε 5.220 ; ἐς οἴκους A.Pers.833 : as a hortatory exclamation, ἀλλ' ἔρχευ, λέκτρονδ' ἴομεν Od.23.254, cf. 17.529. III c. acc. cogn., ὁδὸν ἐλθέμεναι to go a journey, Il.1.151 ; ἄλλην ὁδόν, ἄλλα κέλευθα ἤλθομεν Od.9.262 ; τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς 3.316 : freq. in Trag., A.Pr.962, Th.714 (also κατὰ τὴν αὐτὴν ὁδόν Pl.Lg.707d); νόστιμον ἐλθεῖν πόδα (v.l. δόμον) E.Alc.1153 ; ἀγγε- λίην, ἐξεσίην ἐλθεῖν, go on an embassy, Il.11.140, Od.21.20. 2 c. acc. loci, come to, arrive at, rare in Hom., Ἀΐδαο δόμους ἔρχεαι Il. 22.483 ; ἔρχεσθον κλισίην 1.322 : freq. in later Poets, Pi.P.4.52, S. Tr.259, etc. ; traverse, ὁ ἥλιος ἔρχεται τῆς Λιβύης τὰ ἄνω Hdt.2.24 : c. acc. pers., αῐ κέν τι νέκυς (acc. pl.) ῂσχυμμένος ἔλθῃ Il.18.180 ; σὲ δ', ὦ τέκνον, τόδ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος S.Ph.141 (lyr.). 3 c. gen. loci, ἔρχονται πεδίοιο through or across the plain, Il.2.801 ; but also, from a place, γῆς τινος S.OC572. 4 c. dat. pers., come to, i.e. come to aid or relieve one, rare in Hom., Od.16.453 ; freq. later, Pi.O.1.100, Th.1.13. etc. ; ἀποροῦντι αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν Pl.Prt.321c ; also in hostile sense, ἔρχομαί σοι Apoc.2.5. IV c. fut. part., to denote the object, ἔρχομαι ἔγχος οίσόμενος I go to fetch.., Il.13.256 ; ἔρχομαι ὀψομένη 14.301 : freq. in Trag., μαρτυρήσων ἦλθον A.Eu.576 ; ἐκσώσων E.Med.1303. 2 in Hdt. like an auxiliary Verb, ἔρχομαι ἐρέων, φράσων, I am going to tell, 1.5,3.6, al. ; σημανέων 4.99 ; μηκυνέων 2.35 : rare in Att., ἔ. κατηγορήσων, ἀποθανούμενος, Pl.Euthphr.2c, Thg.129a ; ἔρχομαι ἐπιχειρῶν -σοι ἐπιδείξασθαι, for ἔ. σοι ἐπιδειξόμενος, Id.Phd.100b ; οὐ τοῦτο λέξων ἔρχομαι, ὡς.. X.Ages.2.7. 3 c. part. pres., aor., or pf., in Hom., to show the manner of moving, ἄγγελος ἦλθε θέουσα she came running, Il.11.715, al. ; μὴ πεφοβημένος ἔλθῃς lest thou come thither in full flight,10.510 ; ἦλθε φθάμενος he came first,23.779 ; κεχαρισμένος ἔλθυι Od.2.54. 4 aor, part. ἐλθών added to Verbs, οὐ δύναμαι..μάχεσθαι ἐλθών go and fight, Il.16.521 ; κάθηρον ἐλθών come and cleanse, ib.668 ; λέγοιμ' ἂν ἐλθών A.Supp.928 ; δρᾶ νυν τάδ' ἐλθών S.Ant.1107. V of any kind of motion, ἐξ ἁλὸς ἐλθεῖν to rise out of the sea, Od.4.448, al. ; ἐπὶ πόντον to go over it, 2.265 ; with qualifying phrase, πόδεσσιν ἔ. to go on foot, 6.40 (but πεζὸς εἰλήλουθα have come as a foot-soldier, Il. 5.204) ; of birds, 17.755, etc. ; of ships, 15.549, Od.14.334 ; of spears or javelins, freq. in Il. ; of natural phenomena, as rivers, 5.91 ; wind and storm, 9.6, Od.12.288 ; clouds, Il.4.276,16.364 ; stars, rise, Od. 13.94 ; time, είς ὅ κεν ἔλθῃ νύξ Il.14.77, cf. 24.351 ; ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος Od.11.192 ; ἔτος ἦλθε 1.16 ; of events and conditions, είς ὅ κε γῆρας ἔλθῃ καὶ θάνατος 13.59, cf. 11.135 ; of feelings, go, ἦ κέ μοι αίνὸν ἀπὸ πραπίδων ἄχος ἔλθοι Il.22.43 ; ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος 24.514 ; of sounds, etc., τὸν..περὶ φρένας ἤλυθ' ίωή 10.139 ; Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Od.9.362 ; without φρένας, περὶ δέ σφεας ἤλυθ' ι>ωή 17.261, cf. 16.6 ; of battle, ὁμόσ' ἦλθε μάχη Il.13.337 ; of things sent or taken, ὄφρα κε δῶρα ἐκ κλισίης ἔλθῃσι 19.191, cf. 1.120 ; so later, esp. of danger or evil, c. dat., εἰ πάλιν ἔλθοι τῇ Ἑλλάδι κίνδυνος ὑπὸ βαρβάρων X.HG6.5.43 ; ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς βέλος A.Pr.360 ; μηδ' ὑπ' ἀνάγκας γάμος ἔλθοι Id.Supp.1032 (lyr.), cf.Pers.436 ; of reports, commands, etc., Id.Pr.663, Th.8.19 ; τοῖς Ἀθηναίοις ὡς ἦλθε τὰ γεγενημένα came to their ears, ib.96 ; τὰ ἐρχόμενα ἐπ' αὐτόν that which was about to happen to him, Ev.Jo.18.4 ; of property, which comes or passes to a person by bequest, conveyance, gift, etc., τὰ ἐληλυθότα εἴς με ἀπὸ κληρονομίας BGU919.7 (ii A. D.) ; ἐ. εἴς τινα ἀπὸ παραχωρήσεως, κατὰ δωρεάν, PLond.3.1164e6 (iii A. D.), PMasp.96.22 (vi A. D.) : —Geom., pass, fall, ἔ. ἐπὶ τὸ αὐτὸ σαμεῖον pass through the same point, Archim.Aequil.1.15 ; ὅπου ἂν ἔρχηται τὸ ἕτερον σαμεῖον wherever the other point falls, ib.2.10. BPost-Homeric phrases : 1 ἐς λόγους ἔρχεσθαί τινι come to speech with, Hdt.6.86.α', S.OC1164 codd. ; so ἐς ὄψιν τινὶ ἐλθεῖν Hdt. 3.42. 2 εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι (v. χείρ) ; so ἐς μάχην ἐλθεῖν τινι Id.7.9.γ ; είς ὸργάς τισιν Pl.R.572a. 3 ἐπὶ μεῖζον ἔ. increase, S.Ph. 259 ; ἐπὶ μηδέν Id.Fr.871.8,El.1000 ; ἐπὶ πᾶν ἐλθεῖν try everything, X.An.3.1.18. 4 ἐς τὸ δεινόν, ἐς τὰ ἀλγεινὰ ἐλθεῖν, come into danger, etc., Th.3.45,2.39 ; είς τοσοῦτον αίσχύνης ἐληλύθατον ὥστε.. Pl.Grg.487b, etc. ; εἰς τὸ ἔσχατον ἀδικίας Id.R.361d ; ἐπ' ἔσχατον ἐλθεῖν ἀηδίας Id Phdr.240d ; ὅσοι ἐνταῦθα ἦλθον ἡλικίας arrived at that time of life, Id.R.329b ; ἐς ἀσθενὲς ἔ. come to an impotent conclusion, Hdt.1.120 ; ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν to be numbered, Th.2.72 ; εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν Anaxil.21.6 ; εἰς ἔλεγχον Philem.93.3, etc. ; εἰς ἑαυτὸν ἐλθεῖν come to oneself, Ev.Luc.15.17, Arr.Epict.3.1.15. 5 παρὰ μικρὸν ἐλθεῖν c. inf., come within a little of, be near a thing, E. Heracl.296 (anap.) ; παρ' ὀλίγον ἐλθεῖν Plu.Pyrrh.10 ; παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου so narrow was her escape, Th.3.49 ; παρ' οὐδὲν ἐλθόντες τοῦ ἀποβαλεῖν Plb.1.45.14 ; παρ' οὐδὲν ἐλθ. ἀπολέσθαι Plu. Cam.8. 6 with διά and gen., periphr. for a Verb, e.g. διὰ μάχης τινὶ ἐλθεῖν for μάχεσθαί τινι Hdt.6.9, E.Hel.978, Th.4.92 ; διὰ πυρὸς ἐλθεῖν τινι rage furiously against.., E.Andr.488 (lyr.) ; but οί διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐληλυθότες who have gone through the whole circle of duties, have fulfilled them all, X.Cyr.1.2.15 ; διὰ πολλῶν κινδύνων ἐλθόντες Pl.Alc.2.142a. 7 ἔ. παρὰ τὴν γυναῖκα, παρὰ Ἀρίστωνα, of sexual intercourse, go in to her, to him, Hdt.2.115,6.68 ; πρός τινα, of marriage, X.Oec.7.5. 8 ἔ. ἐπὶ πόλιν attack, Th.2.11. 9 ἔ. ἐς depend upon or be concerned with, τό γ' εἰς ἀνθρώπους ἐλθόν Aristid. 1.149 J. ; τοῖς λογισμοῖς εἰς ἑαυτοὺς ἐρχόμενοι D.S.13.95 ; ὅσα εἰς ἀρετὴν ἔρχεται Lib.Or.22.18 ; τῶν πραττομένων οὐκ όλίγον εἰς ἐκεῖνον ἤρχετο ib.14.31.
German (Pape)
[Seite 1038] praes., impf. ἠρχόμην selten, wie προσήρχοντο Thuc.; vgl. Elmsl. zu Eur. Heracl. 210; auch die anderen Modi des Präsens werden gewöhnlich von εἶμι entlehnt, auch in den Zusammensetzungen; dazu gehört (von ἐλυθ) fut. ἐλεύσομαι, wofür die Attiker gew. εἶμι brauchen; ἐλεύσομαι steht im Trimeter bei den Tragg. zuweilen, Aesch. Prom. 856 Suppl. 517 Soph. O. C. 1208 Tr. 592; in Prosa gebräuchl. erst seit Pol.; einzeln bei Lys. 22, 11, vgl. Lob. zu Phryn. 38; aor. ἤλυθον u. att. ἦλθον, ἐλθεῖν, imperat. ἐλθέ, lakonisch ἔλσῃ, ἔλσοιμι, ἐλσών, Ar. Lys. 105. 118. 1081; dor. ἦνθον, Theocr.; alexandrinisch ἦλθα, LXX.; ἀπῆλθαν Matth. 8, 32, ἐξήλθατε 11, 9 bei Lachm.; ἐπήλυθα steht Ep. Paralip. 162 (XIV, 44); perf. ἐλήλυθα, hom. εἰλήλουθα, im plur. εἰλήλουθμεν, Il. 9, 49 Od. 3, 81; partic. εἰληλουθώς, einmal auch ἐληλουθώς, Il. 15, 81; aus Cratin. u. Achaeus frg. werden ἐλήλυμεν, ἐλήλυτε angeführt von Hephaest. p. 7; pluspf. εἰληλούθει Hom., att. ἐληλύθειν, Ar. Equ. 1306, nach Cram. Anecd. 4 p. 417 ἠληλούθειν bei Callim.; adj. verb. ὑπελθετέον u. μετελευστέον s. unten; – 11 kommen, gehen, reisen, Hom. u. Folgde. Durch Präpositionen oder durch den Zusammenhang werden bes. Beziehungen gegeben, – al herzu-, heran-, hinkommen, Her. u. Folgde; πρός τινα u. ἔς τινα τόπον, παρά τινα, ὥς τινα; παρὰ τὴν γυναῖκα, παρὰ τὸν ἄνδρα ἐλθεῖν, züchtiger Ausdruck vom Beischlaf, Her. 2, 115. 6, 68; ἐπί τινα, von Menschen u. Orten (s. die Präpositionen); – εἴσω, hineingehen, Soph. Ai. 670; πρὸς Μολοσσὰ δάπεδα Aesch. Prom. 831; πρὸς ἕρμα Soph. Ant. 841; c. acc. des Ortes, wohin man geht, kommt, Ἀΐδαο δόμους ἔρχεαι Il. 22, 483; ἔρχεσθον κλισίην 1, 322; ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἔλθῃς, wenn du zu meinem Gastfreunde gekommen sein wirst, Pind. I. 2, 48; νᾶσον P. 4, 52; Πελία μέγαρον 134; πόλιν τὴν Εὐρυτείαν Soph. Tr. 258; πατρὸς τάφον El. 893; χθόνα Eur. Phoen. 110; übertr., τὰ θεῶν μελετήμαθ', ὅταν φρένας ἔλθῃ Hipp. 1102. – Anders ist der acc. ὁδόν, κέλευθον ἐλθεῖν, einen Weg gehen, Il. 1, 151 Od. 9, 262; τηϋσίην ὁδὸν ἐλθεῖν, einen vergeblichen Weg machen, 3, 316; ähnl. ἀγγελίην, ἐξεσίην (s. d. Nomina) ἐλθεῖν; κέλευθον, ἥνπερ ἦλθες, ἐγκόνει πάλιν Aesch. Prom. 964; πυκνὰς ἐς Τροιὰν ὁδοὺς ἐλθόντα Eur. Tr. 235; ὡς ἀνομοίαν ἔρχεσθον ὁδόν Ar. Ach. 1109; ähnl. auch Her. ὁ ἥλιος ἔρχεται τῆς Λιβύης τὰ ἄνω, durchwandelt den obern Theil, 2, 24, wie Arr. Indic. 2, 4 τὰ ἐπέκεινα, durchwandern; τὴν ἐναντίαν ἅπασαν ὁδὸν ἐλήλυθα Plat. Prot. 317 b; anders κατὰ τὴν αὐτὴν ὁδόν, auf demselben Wege, Legg. IV, 707 d. – Eur. sagt auch νόστιμον πόδα, zurückkehren, Alc. 1153, wenn die Leseart richtig ist. – Hom. vrbdí damit auch den gen., πεδίοιο ἐλθεῖν, durchs Gefilde hingehen, Il. 2, 801, vgl. ἀγγελίης. Anders aber Soph. γῆς ὁποίας ἦλθον, aus welchem Lande ich herkam, O. C. 572; vgl. Arat. 1120. – Ein dat. dabei ist entweder dat. commodi, für ihn, oder drückt das Ziel aus, τὸ δ' ἀεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῷ Pind. Ol. 1, 100; ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ, kam dem Inachus, Aesch. Prom. 666, wie ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς – κεραυνός 358; ὡς ἦλθε τοῖς Ἀθηναίοις τὰ περὶ τὴν Εὔβοιαν γεγενημένα, als ihnen die Nachricht zukam, Thuc. 8, 96; Ἀμεινοκλῆς Σαμίοις ἦλθε 1, 13, wie ἐλθούσης παρὰ Χαλκιδέως αὐτοῖς ἀγγελίας 8, 19; Her. 1, 83 u. öfter; ὄψις ἡμῖν ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος αἰσθήσεων ἔρχεται Plat. Phaedr. 250 d. – Uebertr. ist ἐς ἑαυτὸν ἐλθεῖν, wie im Deutschen: zu sich kommen, sich besinnen, Arr. u. a. Sp. – Mit dem partic. tut. hingehen, um Etwas zu thun, ἔρχομαι οἰσόμενος ἔγχος, ich gehe hin, um den Speer zu holen, Il. 13, 256; ὀψομένη, um zu sehen, 14, 301; μαρτυρήσων ἦλθον, ich kam her, um Zeugniß abzulegen, Aesch. Eum. 546; Suppl. 517; ἐμῶν δὲ παίδων ἦλθον ἐκσώσων βίον Eur. Med. 1270, wo die v. l. ἐκσῶσαι. So auch in Prosa, ἔρχομαι ἀποθανούμενος νυνί, ich mache mich auf, bin im Begriff zu sterben, Plat. Theag. 129 a; πάλιν ἔρχεται μαθησόμενος παρ' ἑαυτοῦ ἃ ἐπίσταται Theaet. 198 e, vgl. Prot. 313 a Alc. I, 120 b. Bes. oft bei Her. das Beginnen, so gleich, eben, ausdrückend, ἔρχομαι δὲ περὶ Λἰγύπτου μηκυνέων τὸν λόγον 2, 35; ἔρχομαι ἐρέων, ich werde es sogleich erzählen, 1, 5, vgl. 2, 40. 99. 3, 6. 80. 4, 99. 6, 109. 7, 102; ähnlich ἤια λέξων 4, 82; καὶ οὐ τοῦτο λέξων ἔρχομαι Xen. Ages. 2, 7 (vgl. je vais vous dire). – Andere partic. bezeichnen bei Hom. nur die besondere Art des Gehens oder Kommens näher, ἦλθε θέουσα, sie kam u. zwar laufend, wie unser "sie kam gelaufen", Il. 11, 715 u. sonst; ἦλθε πεφοβημένος, er floh, 10, 510; ἦλθε φθάμενος, er kam im Laufe zuvor, 23, 779; auffallender ist αἴ κέν τι νέκυς ᾐσχυμμένος ἔλθῃ 18, 180; – ἐλθών wird oft in der ausführlichen Beschreibung so eingeschoben, daß es uns fehlen zu können scheint, οὐ δύναμαι μάχεσθαι ἐλθὼν δυσμενέεσσιν, ich kann nicht gehen u. mit den Feinden kämpfen, Il. 16, 521; αἷμα κάθηρον ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα 668; λέγοις ἂν ἐλθὼν παισὶν τάδε Aesch. Suppl. 906; στρατῷ λέξω ἐλθών Soph. Phil. 1242; δρᾶ νῦν τάδ' ἐλθὼν μηδ' ἐπ' ἄλλοισιν τρέπε Ant. 1094; an den Gebrauch des imperat. ἐλθέ erinnernd, wo dieser die allgemein aufmunternde, auffordernde Bdtg von ἄγε annimmt. – bl gehen, weggehen, Hom. u. Folgde, auch zurückkehren, heimkehren, welche Bdtgn der Zusammenhang giebt, z. B. πρὸς οἶκον, οἴκαδε. - 2) auchvon anderen Bewegungen, ἐπὶ πόντον ἔρχεσθαι, über das Meer hingehen, fahren, Od. 2, 265, Ggstz πεζὸς ἤλυθε, er kam zu Fuß, zu Lande, Il. 17, 755. 5, 204, wie πόδεσσι ἔρχεσθαι, zu Fuß gehen, Od. 6, 40; von Bienen, Il. 2, 88; von Schaaren der Vögel, gezogen kommen, 17, 755. – Von leblosen Gegenständen, von Schiffen, fahren, Od. 14, 334 Il. 15, 549; von der Lanze u. Geschossen, Hom. oft; vgl. Aesch. Pers. 262; λειμῶνος, ἔνθ' οὐκ ἦλθέ πω σίδηρος, auf die noch kein Eisen, keine Sichel hingekommen, Eur. Hipp. 76; von allen Naturerscheinungen, vom Strömen der Flüsse, Il. 5, 91, vom Einherfahren der Stürme, Od. 12, 288 Il. 9, 6, vom Aufgehen eines Sternes, Od. 13, 94, vom Ziehen der Wolken, Il. 4, 276. 16, 364, vom Herankommen der Nacht u. der Dunkelheit, Il. 14, 78. 24, 351; von der Zeit oft, ἔτος ἦλθε, das Jahr kam, in der Od., von den Jahreszeiten, 11, 192; τερπνὸν τόδ' ἐλθὸν φῶς Aesch. Ag. 478; ὅτ' ἦλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός 574; ἐπειδὴ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως Plat. Prot. 320 d; von Geschicken, Verhängnissen, Ereignissen, κακὸν ἦλθε γῆρας, θάνατος, Od. 11, 135. 13, 65. Auch von Gemüthszuständen, ἄχος, ἵμερος ἀπὸ πραπίδων ἦλθεν, Trauer, Sehnsucht schwand hinweg von der Seele, Il. 22, 43. 24, 514; γέρας ἔρχεται ἄλλῃ, mein Ehrengeschenk kommt wo anders hin, geht mir verloren, Il. 1, 120; vgl. Aesch. Ag. 891; ἦλθε δ' αἰακτὰ πήματα Spt. 828; τοιάδ' ἐπ' αὐτοὺς ἦλθε συμφορὰ πάθους Pers. 436, λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτὸς ἢ στάσις πόλει 715; λέγεις χειμῶνα ναυτικῷ στρατῷ ἐλθεῖν Ag. 621, vgl. Suppl. 785; οὐδενὶ μοιριδία τίσις ἔρχεται Soph. O. C. 228; ἔκλυσις τοῦ νοσήματος O. R. 307; κέρδος O. C. 1423; ὄφρα κε δῶρα ἐκ κλισίης ἔλθῃσι Il. 19, 191; χρήματα Thuc. 6, 71, vgl. 1, 137; ξένια παρ' ἐκείνων ἦλθον βόες Xen. An. 4, 8, 24; – von der Botschaft, s. oben; – τὸν δ' αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ' ἰωή, die Stimme kam ihm um die Sinne, drang ihm ins Herz, Il. 10, 139; vgl. Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος, er umnebelte ihm den Sinn, Od. 9, 362; – ὁμόσ' ἦλθε μάχη, die Schlacht kam zusammen, begann, Il. 13, 337; αἷμα κατὰ στόμα ἦλθε, Blut drang in den Mund, Od. 18, 97, vgl. 22, 18. – Nachhomerische Vrbdgn sind noch: εἰς λόγους ἔρχεσθαί τινι, mit Einem ins Gespräch kommen, unterhandeln, Soph. O. C. 1161 u. in Prosa, vgl. λόγος; – εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι, mit Einem ins Handgemenge kommen, handgemein werden, Aesch. Spt. 662; Soph. O. C. 979; εἰς ὄψιν τινὶ ἐλθεῖν, zu Gesicht, vor die Augen kommen, Her. 3, 42; ἐς μάχην τινί 7, 9, 3, wie Eur. Herc. Fur. 579; πρὸς θεόν Bacch. 636; übertr., δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι Aesch. Prom. 121 u. ä. (s. διά); – εἰς τοσοῦτό τινος ἐλθεῖν ὥςτε, so weit in Etwas gekommen sein, daß, z. B. αἰσχύνης Plat. Gorg. 487 b; ὅσοι ἐνταῦθα ἦλθον ἡλικίας Rep. I, 329 b; – εἰς πᾶν ἐλθεῖν, jedes Mittel versuchen, Xen. An. 3, 1, 18; εἰς τὸ ἔσχατον ἐληλυθότες, auf das Aeußerste gekommen, Plat. Rep. II, 361 d; ἐὰν ἐπὶ τὴν τελεωτάτην ἀδικίαν ἔλθῃς I, 344 a; – διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐληλυθότες, die alle ihre Pflicht erfüllt haben, Xen. Cyr. 1, 2, 15; – παρὰ μικρὸν ἐλθεῖν, nahe daran ρὰ τοσοῦτον ἦλθον διαδρᾶναι Catapl. 4. – Andere Vrbdgn s. unter εἰς, ἐπί u. unter den entsprechenden Substantiven.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρχομαι: Ὅμηρ., κλ. : παρατ. ἠρχόμην Ἱππ. 1226Ε, καὶ συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς παρὰ Λουκ. ἐν Δίκῃ Φων. 4, Παυσ. 5. 8, 5, κλ.· παρ’ Ἀττ. εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις, ἐπηρχόμην Θουκ. 4. 120, προσ- αὐτόθι 121, περι- Ἀριστοφ. Θεσμ. 504· ἄν ἀναγνώσωμε ἤρχοντο (ἀντὶ προ-) ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 17, θὰ εἶναι παρατ. τοῦ ἄρχομαι, ὡς ἐν Πλάτ. Πολ. 452 Ε: - οἱ χρόνοι οὗτοι γίνονται ἐκ τῆς √ΕΡ, ΕΡΧ (πρβλ. τὸ Σανσκρ. ar, ark´h)· οἱ δ’ ἑπόμενοι ἐκ τῆς √ΕΛΥΘ, ὡς π.χ. ὁ μέλλ. ἐλεύσομαι Ὁμ., Ἰων. καὶ μεταγεν. Πεζ., ἐνίοτε παρὰ Τραγ. (Αἰσχύλ. Πρ. 854, Ἱκ. 522, Σοφ. Ο. Κ. 1206, Τρ. 595), ἀλλ’ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον ἐν Λυσ. 165. 13, ἴδε ὀλίγον κατωτ.: - ἀόρ. ἤλῠθον Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ., ἔτι καὶ ἐν διαλογικοῖς χωρίοις (Ρῆσ. 660, Ἠλ. 598, Τρῳ. 374, πρβλ. Νεόφρ. παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Μηδ. 661)· ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ὁμ. ὁ συγκεκομμ. τύπος ἦλθον εἶναι κοινότερος, καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς ἐγκλίσεσι μόνον οἱ συγκεκομμένοι τύποι εἶναι ἐν χρήσει, ἔλθω, ἔλθοιμι, ἐλθέ, ἐλθεῖν, ἐλθών· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐλθέμεναι, -έμεν Ἰλ.· Δωρ. ἦνθον ἀντὶ ἦλθον Ἐπίχ. 126 Ahr., Θεόκρ. 2. 118, 16. 9· Λακων. ἔλσῃ, ἔλσοιμι, ἐλσὼν ἀντὶ ἔλθῃ, ἔλθοιμι, ἐλθὼν Ἀριστοφ. Λυσ. 105, 118, 1081· μεταγενέστερός τις ἀόρ. ἦλθα ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν νῦν, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καινῇ Διαθ., πρβλ. Συλ. Ἐπιγρ. 4922, 6210, κτλ.· γ´ πληθ. ἤλθοσαν Ἑβδ.· ἤλυθα Συλλ. Ἐπιγρ. 6278, πρβλ. Ἀνθ. Π. 14. 44: - πρκμ. ἐλήλῠθα Ἀττ.· συγκεκομμ. πληθ. ἐλήλῠμεν, ῠτε, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 9, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡφαιστ. σ. 18 (ἔκδ. Gaisf.)· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε Ἐπικ. εἰλήλουθα, ὅθεν α´ πληθ. εἰλήλουθμεν Ἰλ. Ι. 49, Ὀδ. Γ. 81, μετοχ. εἰληλουθὼς Τ. 28, Υ. 360· καὶ ἅπαξ (Ἰλ. Ο. 81) ἐληλουθὼς: - ὑπερσ. ἐληλύθειν Εὔπολ. (;), ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1306· Ἰων. ἐληλύθεε Ἡρόδ.· Ἐπικ. εἰληλούθει Ἰλ.· ὡσαύτως ἠληλούθειν Καλλ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 4. σ. 417. - Μέρη τινὰ τοῦ ῥήματος τούτου ἀνεπληροῦντο παρὰ τοῖς Ἀττ. ἐκ τῶν τύπων τοῦ εἶμι, δηλ. αἱ πλάγιαι ἐγκλίσεις τοῦ ἐνεστ. ἴω, ἴοιμι, ἴθι, ἰέναι, ἰών (ἀντὶ ἔρχομαι, ἐρχοίμην, κτλ.)· παρατ. ᾖα, ᾔειν (ἀντὶ ἠρχόμην)· μέλλ. εἶμι (ἀντὶ ἐλεύσομαι)· ἴδε Elmsl. ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 210, Λοβέκ. ἐν Φρυν. 38, Κόβητον ἐν V. LL. σ. 32. Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω (πρβλ. ἥκω, οἴχομαι), λίαν συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς: - αἱ ἰδιαίτεραι σημασίαι προκύπτουσιν ἐκ συνάξεως μετ’ ἄλλων λέξεων, καὶ πρὸ πάντων ἐκ τῶν προθέσεων μεθ’ ὧν συντάσσεται τὸ ῥῆμα. 1) ἔρχομαι εἴς τινα τόπον ἢ ἀπέρχομαι, κατ’ ἀμφοτέρας τὰς σημασίας συχνάκις παρ’ Ὁμ., μάλιστα ἐν τῇ προστ., ἥτις ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει ὡς τὸ ἄγε, ἐμπρός! ἁπλῶς ὡς παρακελευσματικόν. 2) ἔρχομαι ἢ ὑπάγω ὀπίσω, ὑποστρέφω, ἀγγελίην στρατοῦ... ἐρχομένοιο Ὀδ. Β. 30, πρβλ. Κ. 267· πλῆρες, αὖτις, ἄψ, πάλιν ἐλθεῖν Τ. 533, 544, κτλ.· ὡσαύτως, οἶκον ἐλεύσεται Τ. 313· οὕτως, οἴκαδε, πρὸς οἶκον, Ἀττ.: - ἀπολ., ἦλθες, ἔφθασες, ἔχεις ἐλθεῖ, ὡς καὶ νῦν, Π. 461, κτλ. ΙΙ. μετὰ συστ. αἰτ., ὁδὸν ἐλθέμεναι, «εἰς ὁδὸν παραγενέσθαι, ὅ ἐστιν εἰς ἐνέδραν κατελθεῖν» (Σχόλ.), Ἰλ. A. 151· ἄλλην ὁδόν, ἄλλα κέλευθα ἤλθομεν, ἤλθομεν εἰς ἄλλον δρόμον, «ἄλλην ὁδόν, ἄλλα κέλευθα· ἐκ παραλλήλου τὸ αὐτό· τὰ γὰρ δύο ἕν σημαίνουσιν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ι. 262· τηϋσίην ὁδὸν ἐλθεῖν, «ματαίαν» (Σχόλ.), Γ. 316· συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν Πρ. 962, Θήβ. 714· ὡσαύτως, κατὰ τὴν αὐτὴν ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 707D· νόστιμον πόδα ἐλθεῖν (πρβλ. βαίνω Α. ΙΙ. 4), Εὐρ. Ἄλκ. 1153: - ὡσαύτως, ἀγγελίην ἐλθόντα σὺν Ὀδυσῆϊ, «ἄγγελον καὶ πρεσβευτὴν ἀφικόμενον…» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 140· ἐξεσίην ἐλθόντι, ὅτε μετέβη ὡς πρεσβευτής, Ω. 235, Ὀδ. Φ. 20. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, ἔρχομαι, φθάνω εἴς τι μέρος, σπαν. παρ’ Ὁμ., Ἀΐδαο δόμους ἔρχεαι Ἰλ. Χ. 483· ἔρχεσθον κλισίην, ὑπάγετε, Α. 322· ἀλλὰ συχνὸν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς παρὰ Πινδ. ἐν Π. 4. 91, παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 259, κλ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 2. 24, 25· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., σὲ δ’, ὦ τέκνον, τόδ’ ἐλήλυθεν πᾶν κράτος Σοφ. Φιλ. 141· ἴδε βαίνω Α. ΙΙ. 3. 3) μετὰ γεν. τόπου, πεδίοιο ἐλθεῖν, διὰ τοῦ πεδίου (πρβλ. διαπράσσω, ἀτύζομαι), Ἰλ. Β. 801· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ., ἔκ τινος τόπου, καὶ γῆς ὁποίας ἦλθον, καὶ ἐκ ποίας γῆς ἦλθον, Σοφ. Ο. Κ. 572· οὕτω καὶ παρ’ Ὁμήρῳ ἐκ Πύλου εἰλήλουθας Ὀδ. Ο. 42: - καὶ ἐπὶ προσώπων, ἀπ’ ἐκείνου ἔρχομαι (δηλ. ἀπὸ τοῦ Ἀλκιβιάδου) Πλάτ. Πρωτ. 309Β· προέρχομαι, γίγνομαι, δεῖ ἐκ τῶν παρόντων ἀγαθούς ἄνδρας ἐλθεῖν καὶ μὴ ὑφίεσθαι, πρέπει δὲ ἐκ τῶν παρόντων (δεινῶν) νὰ ἐξέλθωμεν ἄνδρες γενναῖοι καὶ νὰ μὴ παραμελήσωμεν ἑαυτούς, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 3. 4) μετὰ δοτ. προσ., ἔρχομαι εἴς τινα, δηλ. ἔρχομαι εἰς βοήθειαν ἢ ἐπικουρίαν καὶ ἀνακούφισίν τινος, σπάν. παρ’ Ὁμ., Ὀδ. Π. 453· ἀλλὰ συχνὸν μετέπειτα, Πινδ. Ο. 1. 161, Αἰσχύλ. Πρ. 663, Θουκ. 1. 13, 8, 19, κτλ.· ἀποροῦντι αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς Πλάτ. Πρωτ. 321C· ὡσαύτως ἐπὶ κακοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 358, Πέρσ. 440, κτλ.: ἴδε κατωτ. Β. Ι. ΙΙΙ. μετὰ μετοχ. μέλλ. πρὸς δήλωσιν τοῦ τίνος ἕνεκα, ἔρχομαι οἰσόμενος ἔγχος, ὑπάγω νὰ φέρω..., Ἰλ. Ν. 256· ἔρχομαι ὀψομένη Ξ. 301· συχν. παρ’ Ἀττ., μαρτυρήσων ἦλθον Αἰσχύλ. Εὐμ. 576, κτλ.· ἐν Εὐρ. Μηδ. 1303, ὁ Elmsl. διώρθωσεν ἐκσώσων ἀντὶ ἐκσῶσαι· ὡσαύτως, ἐλθεῖν ὡς ποιησόμενοι Ξεν. κλ. 2) παρ’ Ἡροδ. ὡς βοηθητικὸν ῥῆμα, ἔρχομαι λέξων, μέλλω, ἔχω κατὰ νοῦν νὰ εἴπω (ὡς τὸ Γαλλ. je m’ en vais vous dire), 1. 5., 2. 40., 7. 102., 3. 6, κ. ἀλλ.· οὕτως, ἔρχ. σημανέων 4. 99· ἔρχ. μηκυνέων 2. 35: - σπάν. παρ’ Ἀττ., Πλάτ. Εὐθύφρων 2C, Θεάγ. 129Α· ἐν Φαίδρ. 100Β, ἔρχομαι ἐπιχειρῶν σοι ἐπιδείξασθαι, ἀντὶ ἔρχ. σοι ἐπιδειξόμενος, ἴδε Heind. 3) μετὰ μετοχ. ἐνεστ. ἀορ. ἢ πρκμ. παρ’ Ὁμήρ. δηλούσης τὸ πῶς ἔρχεταί τις, ἦλθε θέουσα, ἦλθε «τρεχάτη», Ἰλ. Λ. 715, κτλ.· ἦλθε πεφοβημένος Κ. 510· ἦλθε φθάμενος, ἦλθε προφθάσας (πρῶτος), Ψ. 779· κεχαρισμένος ἐλθεῖν Ὀδ. Β. 54: - Τὸ ἐν Ἰλ. Σ. 180 χωρίον εἶναι ἄξιον προσοχῆς, σοὶ λώβη, αἴ κέν τι νέκυς ᾐσχυμμένος ἔλθῃ, ἀντὶ ᾐσχυμμένος ᾖ, ἐὰν τὸ νεκρὸν σῶμα (τοῦ Πατρόκλου) περιυβρισθῇ, ὡς τὸ venias ἀντὶ τοῦ fias ἐν Οὐεργ. Γεωργ. C. 1. 29· ἐντεῦθεν ἡ κοινὴ σημασία, καταντῶ νὰ εἶμαι, αποβαίνω, Λατ. evadere, exire, prodire. 4) ἡ μετοχὴ τοῦ ἀορ. ἐλθὼν συχνάκις προστίθεται εἰς ἕτερον ῥῆμα, οὐ δύναμαι σχεῖν ἔμπεδον, οὐδὲ μάχεσθαι ἐλθών, οὐδὲ νὰ ὑπάγω καὶ πολεμήσω, Ἰλ. Π. 521· κάθηρον ἐλθών, ἐλθὲ καὶ κάθηρον, αὐτόθι 668· οὕτω παρ’ Ἀττ., λέγοις ἄν ἐλθών Αἰσχύλ. Ἱκ. 928· δρᾶν νῦν τάδ’ ἐλθὼν Σοφ. Ἀντ. 1107, πρβλ. Schäf. ἐν Αἴ. 1183. IV. ἐπὶ παντὸς εἴδους κινήσεως, ἐξ ἁλὸς ἐλθεῖν Ὅμ.· ἐπὶ πόντον… ἔρχεσθαι, διαπλεῦσαι τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Β. 265· καὶ μετὰ προσδιορισμῶν, πόδεσσιν ἔρχεσθαι, πεζῇ πορεύεσθαι, Ζ. 40· πεζὸς ἐς Ἴλιον εἰλήλουθα Ἰλ. Ε. 204, κτλ.· ἐπὶ πτηνῶν, Ρ. 758, κτλ.· ἐπὶ πλοίων, Ο. 549, Ὀδ. Ξ. 334· ἐπὶ δοράτων ἢ ἀκοντίων, συχν. ἐν Ἰλ.· - ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, ὡς ἐπὶ ποταμῶν, Ἰλ. Ε. 91· ἐπὶ ἀνέμων ἢ θυέλλης, Ἰλ. Ι. 6· Ὀδ. Μ. 288· ἐπὶ νεφῶν, Ἰλ. Δ. 276, Π. 364· ἐπὶ ἀστέρων, ἐπιτέλλω, ἀνατέλλω, Ὀδ. Ν. 94· ἐπὶ χρόνου, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ νὺξ Ἰλ. Ξ. 77, πρβλ. Ω. 351· ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος Ὀδ. Λ. 192· ἔτος ἦλθε Α. 16· - ἐπὶ γεγονότων καὶ καταστάσεων, εἰς ὅ κε γῆρας ἔλθῃ καὶ θάνατος Ν. 59, πρβλ. Λ. 135: - ἐπὶ αἰσθημάτων, διεγείρομαι, ἄχος, ἵμερος ἦλθεν Ἰλ. Χ. 43, Ω. 514· ἐπὶ ἤχων κτλ., τὸν… περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωὴ Κ. 139· καὶ ἄνευ τοῦ φρένας: περὶ δὲ σφεας ἤλυθ’ ἰωὴ Ρ. 261· ἐπὶ οἴνου, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Ὀδ. Ι. 362· ἐπὶ μάχης, ὁμόσ’ ἦλθε μάχη Ἰλ. Ν. 337· ἐπὶ πραγμάτων πεμπομένων ἢ λαμβανομένων, ὄφρα κε δῶρα ἐκ κλισίης ἔλθῃσι Τ. 191, πρβλ. Α. 120· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., π.χ. ἐπὶ κινδύνων καὶ τῶν τοιούτων, εἰ πάλιν ἔλθοι τῇ Ἑλλάδι κίνδυνος ὑπὸ βαρβάρων Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 43· μηδ’ ὑπ’ ἀνάγκης γάμος ἔλθοι Αἰσχύλ. Ἱκ. 1032, πρβλ. Πέρσ. 436, 440· ἐπὶ φημῶν, διαταγῶν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 663, Θουκ. 8. 19, 96, κτλ.· - εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε, πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου κτλ., ἐλθὼν δὲ εἰς τὸν ἑαυτόν του, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε´, 17, Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 1, 15. Β. Μεθ’ Ὅμηρον φράσεις: 1) ἐς λόγους ἔρχεσθαί τινι, ἔρχεσθαι εἰς συνομιλίαν, Ἡρόδ. 6. 86, 1, Σοφ. Ο. Κ. 1164· οὕτως, ἐς ὄψιν τινὶ ἐλθεῖν Ἡρόδ. 3. 42. 2) εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι (ἴδε ἐν λ. χεὶρ ΙΙ. 3)· οὕτως, ἐς μάχην ἐλθεῖν τινι Ἡρόδ. 7. 9, 3· εἰς ὀργάς τινι Πλάτ. Πολ. 572Α· ἴδε κατωτ. 6. 3) ἐπὶ μεῖζον ἔρχεται, αὔξεται, Σοφ. Φιλ. 259· ἆρ’ οὐκ ἄν ἐπὶ πᾶν ἔλθοι, ᾆρά γε δὲν θὰ καταβάλῃ πᾶσαν δυνατὴν προσπάθειαν, δὲν θὰ κάμῃ ὅ, τι εἰμπορεῖ, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 18. 4) ἐς τὸ δεινόν, ἐς τὰ ἀλγεινὰ ἐλθεῖν, ἐλθεῖν εἰς κίνδυνον, κτλ., Θουκ. 3. 45, 2. 39· εἰς τοσοῦτό τινος ἐλθεῖν ὥστε… Πλάτ. Γοργ. 487Β, κτλ.· εἰς τὸ ἔσχατον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 361D· ὅσοι ἐνταῦθα ἡλικίας ἦλθον, ὅσοι ἔφθασαν εἰς τοιαύτην ἡλικίαν, αὐτόθι 329Β· ἐς ἀσθενὲς ἔρχ., καταντᾶν εἰς ἀδύνατον συμπέρασμα, Ἡρόδ. 1. 120˙ ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν, ἀριθμεῖσθαι, Θουκ. 2. 72˙ εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2˙ εἰς ἔλεγχον Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 8. 3, κτλ. 5) παρὰ μικρὸν ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι, παρ’ ὀλίγον νὰ χάσῃ τὴν ζωὴν του, Εὐρ. Ἡρακλ. 296˙ οὕτω, παρ’ ὀλίγον ἐλθεῖν Πλουτ. Πύρρ. 10˙ παρὰ τοσοῦτον... ἦλθε κινδύνου, τόσον πλησίον τοῦ κινδύνου ἦλθε, Θουκ. 3. 49. 6) μετὰ τῆς διὰ καὶ γεν., ἐμφατικὴ περίφρασις ἀντὶ ῥήματος, π. χ. διὰ μάχης τινὶ ἔρχεσθαι, ἀντὶ μάχεσθαί τινι, Εὐρ. Ἑλ. 978 Θουκ. 4. 92˙ διὰ πολέμου ἔρχεσθαι, ἀντὶ πολεμεῖν, Ἡρόδ. 6. 9, Θουκ. 2. 11˙ διὰ φιλίας τινὶ ἔρχεσθαι, ἀντὶ φιλεῖν τινα, διὰ πείρας ἔρχεσθαι, ἀντὶ πειρᾶσθαι˙ διὰ φόνου, διὰ πυρὸς ἐλ., φονεύειν, καίειν κτλ., Valck. ἐν Εὐρ. Φοιν. 482, Br. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 773, ὡς τὸ Λατ. grassari rapinis, ferro, igne, ira πρβλ. διὰ Α. IV: - ἀλλά, οἱ διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐληλυθότες, ὅσοι διῆλθον ὁλόκληρον τὸν κύκλον τῶν καθηκόντων, ὅσοι ἐξεπλήρωσαν πάντα τὰ καθήκοντα, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15˙ διὰ πολλῶν κινδύνων ἐλθόντες Πλάτ. Ἀλκ. 1. 142 Α. 7) ἔρχεσθαι παρὰ τὴν γυναῖκα, τὸν ἄνδρα, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Ἡρόδ. 2. 115., 6. 68.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠρχόμην, f. ἐλεύσομαι, att. εἶμι, ao.2 ἦλθον, pf. ἐλήλυθα;
1 venir : πεζὸς εἰλήλουθα épq. IL je suis venu par terre (à Ilion);
2 p. ext. aller en gén. : ἔρχεσθαι πεδίοιο IL aller à travers la plaine ; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθε IL une douleur traversa ses membres litt. sa peau ; περὶ δέ σφεας ἤλυθ’ ἰωή OD et le son (de la lyre) vint jusqu’à eux litt. autour d’eux ; avec un part. ἔρχομαι ἐρέων HDT je vais dire, etc.
3 s’en aller : στεῖχε, τοῦτο δ’ ἴσθ’ ὅτι ἄνους μὲν ἔρχει SOPH va, mais sache que tu pars insensée ; ἐλθὼν κόρην ἄνες SOPH va et relâche la jeune fille ; δρᾶ νῦν τάδ’ ἐλθών SOPH va donc et fais-le sans retard ; γέρας ἔρχεται ἄλλη IL la récompense s’en va d’un autre côté (je perds la captive qui était ma récompense);
Construction : ἔρχομαι peut se construire :
I. avec un suj. de pers. ou d’êtres animés;
1 au propre, • avec un acc. : -- acc. de but : Ἀΐδαο δόμους ἔρχ. IL aller dans la demeure d’Hadès ; ἔρχεσθον κλισίην IL allez tous deux à la tente (d’Achille) ; ἔρχ. δόμους SOPH, οἶκον OD venir dans une maison ; -- acc. de direction : ὁδὸν ἐλθέμεναι IL faire un trajet ; ἐλθ. αὐτὰ κέλευθα IL être venu par les mêmes chemins ; -- acc. de cause : ἀγγελίην ἐλθεῖν IL, ἐξεσίην ἐλθεῖν OD être venu en ambassade ; -- acc. d’instrument : νόστιμον πόδα ἐλθεῖν EUR avoir fait le trajet pour revenir (dans sa patrie) ; • avec un gén. : ἐλθ. γῆς τινος SOPH être venu d’un pays ; • avec un dat. : -- dat. de pers. au sens de venir en aide à, venir assister : τινι, qqn ; -- dat. d’instrument : πόδεσσιν ἔρχεσθαι OD venir de son pied ; • avec une prép. -- suivie d’un n. de pers. : ἔρχεσθαι πρός τινα SOPH venir auprès de qqn ; ἐς θεούς EUR venir dans les temples des dieux ; ὡς τοὺς Ἀθηναίους THC venir chez les Athéniens ; -- suivie d’un n. de lieu, ou, en gén., d’un rég. de ch. : ἐλθεῖν πρὸς δώματα OD être venu vers une demeure ; ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα THC contre la Grèce ; ἐπὶ Ποτιδαίας THC dans la direction de Potidée ; ἐπὶ πόντον ἔρχ. OD aller sur la mer ; ἔρχ. ἐπὶ δεῖπνον IL aller prendre litt. vers) le repas ; ἔρχεσθαι ἐπὶ πόλεμον THC en venir à une guerre ; • avec un part. : -- part. de but au f. : ἔρχομαι οἰσόμενος ἔγχος IL je viens pour emporter une lance (de la tente) : μαρτυρήσων ἦλθον ESCHL je suis venu pour porter témoignage ; -- au sens d’un auxil., à peu près comme en franç. « je vais dire, je vais faire » : ἔρχομαι ἐρέων, ἔρχομαι φράσων HDT je vais dire ; -- part. de manière : μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθῃς IL de peur que tu viennes ayant été mis en fuite ; ἦλθε φθάμενος IL il vint (l’)ayant devancé ; -- abs. τῶν ἐρχομένων IL (l’éclat des armées, des guerriers) qui s’avancent ; • à l’impér. en un sens d’exhortation, à peu près comme ἄγε : ἔρχεο, θέων Αἴαντα κάλεσσον IL viens, allons litt. cours et appelle Ajax ; ἀλλ’ ἔρχευ, λέκτρον δ’ ἴομεν OD mais viens, allons au lit ; -- au sens de arriver, revenir ἀγγελίην στρατοῦ ἐρχομένοιο OD nouvelle de l’armée qui arrive ; -- au part. ao.2 ἐλθών, employé comme explétif, οὐ δύναμαι μάχεσθαι ἐλθών IL je ne puis (litt. étant venu) combattre l’ennemi;
2 fig. dans un grand nombre de locut. : εἰς λόγους ἔρχεσθαί τινι HDT entrer en conversation avec qqn ; ταῦτ’ ἦλθες ἤδη διὰ λόγων ; EUR y as-tu déjà réfléchi ? (c. s’il y avait διελογίσω) ; εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι, ἐς μάχην ἐλθεῖν τινι HDT en venir aux mains avec qqn, engager un combat avec qqn ; διὰ πολέμου ἔρχ. HDT engager une guerre ; τινι δ’ ἀπεχθείας ἐλθεῖν ESCHL encourir la haine de qqn ; ἐπὶ μεῖζον ἔρχεσθαι SOPH s’accroître ; ἐς οὐδὲν πρᾶγμα οὕτω μέγα ἐλθεῖν THC une si grande entreprise en être venue à rien, càd avoir abouti au néant ; ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν THC entrer en compte ; εἰς τοῦτο τρυφῆς ἐλθεῖν XÉN en être venu à ce degré de mollesse ; παρὰ μικρὸν ἐλθεῖν avec l’inf. PLUT en être venu à peu de distance de, près de, sur le point de ; παρὰ τοσοῦτον ἐλθεῖν κινδύνου THC en venir à cette extrémité de péril;
II. avec un suj. de chose εἰς ὅ κεν ἔλθῃ νύξ IL jusqu’à ce que vienne la nuit ; ἦλθε κνέφας IL l’obscurité se répandit ; ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος OD lorsque sera venu l’été ; εἰς ὅ κε γῆρας ἔλθῃ καὶ θάνατος OD jusqu’à ce que soient venues la vieillesse et la mort ; ἐλθούσης ἐπιστολῆς THC une lettre étant arrivée ; ἐλθούσης ἀγγελίας αὐτοῖς ἀποπλεῖν πάλιν THC l’avis leur étant arrivé de reprendre la mer ; τοῖς δ’ Ἀθηναίοις ὡς ἦλθε τὰ περὶ τὴν Εὔβοιαν γεγενημένα THC lorsque arriva aux Athéniens la nouvelle des événements accomplis dans la région de l’Eubée ; ὁμόσ’ ἦλθε μάχη IL le combat en vint au même point ; εἰ πάλιν ἔλθοι τῇ Ἑλλάδι κίνδυνος ὑπὸ βαρβάρων XÉN s’il survenait de nouveau pour la Grèce un danger de la part des barbares ; -- en parl. de sentiments (douleur, désir, etc.) : ἦ κέ μοι αἰνὸν ἀπὸ πραπίδων ἄχος ἔλθοι IL litt. une douleur terrible serait sortie de mes entrailles ; τὰ θεῶν μελετήμαθ’ ὅταν φρένας ἔλθῃ EUR lorsque la pensée des dieux vient à l’esprit.
Étymologie: ἔρχομαι, pour *ἔρ-σκ-ομαι, de la R. Ἐρ, aller ; ἐλεύσομαι, ἤλυθον et ἐλήλυθα, de la R. Ἐλ, aller.
English (Autenrieth)
fut. ἐλεύσομαι, aor. ἦλθον and ἤλυθον, perf. εἰλήλουθα, εἰλήλουθμεν, part. εἰληλουθώς and ἐληλυθώς, plup. εἰληλούθει: come, go; the word needs no special illustration, as there is nothing peculiar in its numerous applications. The part. ἐλθών is often employed for amplification, οὐ δύναμαι.. μάχεσθαι | ἐλθὼν δυσμενέεσσιν, ‘to go and fight,’ Il. 16.521.
English (Slater)
ἔρχομαι (ἔρχομαι, -εται, -οντ(αι); ἐρχόμενον, [-ομένοις]: impf. ἤρχετο: aor. ἦλθον, -ες, -ε(ν), ἦλθ, ἦλθον; ἔλθῃς, -ῃ; ἔλθ, ἐλθέ; ἐλθών, -όντος, -όντα, -όντες, -όντεσσιν, -όντας; ἐλθεῖν; ἤλυθον, -ε(ν), -ον: Dor. causal aor. ἔλευσεν.)
1 go, come
1 of people.
a c. ἐγγύς, παρά, πρός, ὑπό, ἀπό, ἐκ, ἐς· ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς (O. 1.71) πὰρ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον (O. 1.111) δέξατ' ἐλθόντ Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (O. 3.27) Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι (O. 5.19) πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν sc. in the course of my song. (O. 6.28) ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος (O. 6.43) εὖτ' ἂν δὲ θρασυμάχανος ἐλθὼν Ἡρακλέης κτίσῃ (O. 6.67) τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται (O. 6.73) ἔκτανεν Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (O. 7.29) μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών (O. 7.31) ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις (O. 9.83) ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί (O. 13.60) μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (codd.: ἴθι byz.) (O. 14.21) [[[ἀνδράσι]] ἐς πλόον ἐρχομένοις (v. l. ἀρχομένοις) (P. 1.34) ] φαντὶ δὲ μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν (P. 1.52) τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P.2.4. ἐλθόντος γὰρ ξένουἀπ' Ἀρκαδίας (P. 3.25) “ξείνοις ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” (P. 4.30) “Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” (P. 4.44) καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον (P. 4.125) “ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” (P. 4.160) Ζηνὸς υἱοὶ ἦλθον (P. 4.172) σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον (P. 4.204) ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον (P. 4.212) ἡρώων ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον (P. 9.116) ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων (P. 10.47) ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει (N. 5.45) ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἐέθλων παῖς ἐναγώνιος (N. 6.11) Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη (N. 10.49) αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων (N. 10.66) Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (N. 10.79) Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων (I. 6.57) ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.46) Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (I. 9.3) ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν (Pae. 6.9) ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ἦ]λθον ἄγγελοι ὀπίσω (Pae. 6.100) πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229. fig., ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον (N. 6.24)
b c. dat. ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ (O. 1.44) Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν (N. 4.22) ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχετο, Snell) fr. 140a. 67.
c c. acc. οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P.3.16. “τάνδε νᾶσον ἐλθόντες” (P. 4.52) κοί ἦλθον Πελία μέγαρον (P. 4.134) ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων καὶ πατρωίαν πόλιν (P. 5.52) ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς (I. 2.48) καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) (I. 4.53) c. acc. cogn., ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι (P. 8.41)
d met. σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ walking in the path of justice (P. 5.14) μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων i. e. go out of tune, be discordant (N. 7.69)
2 of things,
a c. dat. pers. τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν (O. 1.100) φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν κῦδος (O. 3.39) ἦλθε δέ οἱμάντευμα (P. 4.73) κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (Pae. 2.68)
b c. prep. ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.34) ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται (P. 3.105) λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες (P. 4.198) χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.10) μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ (P. 8.32) ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ (P. 8.96) κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (N. 1.32) ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα (N. 7.30)
3 ἔλευσα, Dor. causal aor., I made to come, brought τὸ μὲν ἔλευσεν (sc. Περσεύς) Δ. 4. 39. but v. λεύω.
4 fragg. ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ (Pae. 15.9) ]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πολεα[ (Π̆{S}: φθον Π.) Δ. 3. . ]ηλυθο[ν P. Oxy. 1792 fr. 8.
Spanish
English (Abbott-Smith)
ἔρχομαι, [in LXX very freq. for בּוֹא, also for הלךְ ni., אתה, etc., 34 words in all;]
1.to come;
(a)of persons, either as arriving or returning from elsewhere: Mt 8:9, Mk 6:31, Lk 7:8, Jo 4:27, Ro 9:9, al.; seq. ἀπό, Mk 5:35 7:1, Jo 3:2, al.; ἐκ, Lk 5:17, Jo 3:31, al.; εἰς, Mk 1:29, al.; διά seq. εἰς, Mk 7:31; ἐν (Cremer, 263f., but v.s. ἐν), Ro 15:29, I Co 4:21; ἐπί, c acc., Mk 6:53 11:13, Jo 19:33, al.; κατά, c. acc., Lk 10:33 Ac 16:7; παρά, c gen., Lk 8:49; c. acc., Mt 15:29, Mk 9:14, al.; c. dat. comm., incomm. (M, Pr., 75, 245), Mt 21:5, Re 2:5, 16; with adverbs: πόθεν, Jo 3:8, al.; ἄνωθεν, Jo 3:31; ὄπισθεν, Mk 5:27; ὧδε, Mt 8:29; ἐκεῖ, Jo 18:3; ποῦ, He 11:8; seq. ἕως, Lk 4:42; ἄχρι, Ac 11:5; with purpose expressed by inf., Mk 5:14, Lk 1:59, al.; by fut. ptcp., Mt 27:49; ἵνα, Jo 12:9; εἰς τοῦτο, ἵνα, Ac 9:21; διά, c. acc., Jo 12:9; before verbs of action, ἔρχεται καί, ἦλθε καί, etc.: Mk 2:18, Jo 6:15, al.; ἔρχου καὶ ἴδε, Jo 1:47 11:34; ἐλθών (redundant; Dalman, Words, 20 f.), Mt 2:8 8:7, Mk 7:25, Ac 16:39, al.; similarly ἐρχόμενος, Lk 15:25, al.; of coming into public view: esp. of the Messiah (ὁ ἐρχόμενος, Mt 11:3, al.; v. Cremer, 264), Lk 3:16, Jo 4:25; hence, of Jesus, Mt 11:19, Lk 7:34, Jo 5:43, al.; of the second coming, Mt 10:23, Ac 1:11, I Co 4:5, I Th 5:2, al.;
(b)of time: ἔρξονται ἡμέραι (pres. for fut.: Bl., §56, 8), Lk 23:29, He 8:8 (LXX); fut., Mt 9:15, Mk 2:20, al.; ἔρξεται ὥρα, ὅτε, Jo 4:21, 23. al.; ἦλθεν, ἐλήλυθε ἡ ὥρα, Jo 13:1 16:32 17:1; ἡ ἡμέρα τ. κυρίου, I Th 5:2; καιροί, Ac 3:19;
(c)of things andevents: κατακλυσμός, Lk 17:27; λιμός, Ac 7:11; ἡ ὀργή, I Th 1:10; ὁ λύχνος, Mk 4:21 (v. Swete, in l.). Metaph., τ. ἀγαθά, Ro 3:8; τ. τέλειον, I Co 13:10; ἡ πίστις, Ga 3:23, 25; ἡ ἐντολή, Ro 7:9; with prepositions: ἐκ τ. θλίψεως, Re 7:14; ἐις τ. χεῖρον, Mk 5:26; εἰς πειρασμόν, ib. 14:38, al.
2.to go: ὀπίσω, c. gen. (Heb. הָלַךְ אַחֲרֵי), Mt 16:24, Mk 8:34, Lk 9:23; σύν, Jo 21:3; ὁδόν, Lk 2:44. (Cf. ἀν-, ἐπ-αν-, ἀπ-, δι-, εἰς, ἐπ-εἰσ-, συν-εἰσ-, ἐξ-, δι-εξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-, ἀντι-παρ-, περι-, προ-, προσ-, συν-έρχομαι.)SYN.: πορεύομαι, χωρέω (v, Thayer, s.v. ἔρξομαι).
English (Strong)
middle voice of a primary verb (used only in the present and imperfect tenses, the others being supplied by a kindred (middle voice) eleuthomai el-yoo'-thom-ahee, or (active) eltho el'-tho, which do not otherwise occur); to come or go (in a great variety of applications, literally and figuratively): accompany, appear, bring, come, enter, fall out, go, grow, X light, X next, pass, resort, be set.
Greek Monolingual
και έρχουμαι (AM ἔρχομαι)
1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου»)
2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται», Ομ. Οδ.
β. «ήρθα πάλι»
3. φθάνω σε κάποιον τόπο (α. «θα έρθει με το τελευταίο τρένο» β. «μετά δε ταῡτα χωρισθεὶς ὁ Παῡλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἧλθεν εὶς Κόρινθον», ΚΔ.)
4. (για εξωτερικά ερεθίσματα, ήχους, φωνές) γίνομαι αντιληπτός, ακούγομαι («τὸν δ’ αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωή», Ομ. Ιλ.)
5. προέρχομαι, έχω την προέλευση ή την αρχή (α. «καὶ οὖν καὶ ἄρτι ἀπ’ ἐκεῖνον ἔρχομαι», Πλάτ.
β. «απ’ την κουταμάρα του ήρθε όλο το κακό»)
6. προβαίνω σε κάποια ενέργεια (α. «πρώτον έρχομαι να ρωτήσω για την καλή σου υγεία» β. «ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ ἔρχομαι ἐρέων», Ηρόδ.)
7. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τον κόσμον», ΚΔ
β. «δεν ήρθα για καλό»)
8. (για φυσικά φαινόμενα) εμφανίζομαι, καταφθάνω («ήρθε ένας βοριάς!»)
9. (για χρονικές διαιρέσεις, εποχές, ώρες) φθάνω (α. «εἰς ὅ κεν’ ἔλθῃ νὺξ ἀβρότη» — όταν θα πέσει η νύχτα, Ομ. Ιλ.
β. «ήρθε το καλοκαίρι»)
10. καταλαμβάνω κάποιον αιφνιδίως (α. «μού ήρθε ζάλη» β. «μού ήρθε κουτί» [ενν. η τύχη
συνέβη κάτι χωρίς να το περιμένω ενώ το επιθυμούσα
γ. «τοιάδ’ ἐπ’ αὐτοὺς ἦλθε συμφορά πάθους», Αισχυλ.)
11. φρ. «έρχομαι στον εαυτό μου», «εἰς ἐμαυτὸν ἔρχομαι» — συνέρχομαι, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου ή την ψυχική μου ισορροπία
νεοελλ.
1. καταλαμβάνω ορισμένη θέση («ήρθε πρώτος στον διαγωνισμό»)
2. (η μτχ. ενεστ.) ερχόμενος, -η, -ο
ο προσεχής, αυτός που ακολουθεί αμέσως («στο ερχόμενο μάθημα»)
3. (η προστ.) έλα
α) ως προτρεπτικό («έλα, εμπρός, δρόμο»)
β. για υπερβολή («έλα, τά παραλές»)
γ) σε συνεκφορά με το δα για δήλωση θαυμασμού ή αμφιβολίας («έλα δα, μη μάς τά λες τόσο τραγικά»)
δ. σε συνεκφορά με το μα για δήλωση αντίθεσης («έξυπνο παιδί, μα έλα που είναι πεισματάρικο»)
4. φρ. α) «ήρθε η ώρα» — έφτασε η κατάλληλη στιγμή
β) «ήρθε η ώρα μου» — έφτασε η στιγμή του θανάτου μου
γ) «έρχεται ο καιρός μου» — ωριμάζω
δ) «έρχομαι στον κόσμο» — γεννιέμαι
ε) «έρχομαι στο φως» — αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι
στ) «έρχομαι στα πράγματα» — αναλαμβάνω την εξουσία
ζ) «έρχομαι πρώτα ή πριν» — προηγούμαι
η) «πάει κι έρχεται» — κάπως υποφέρεται
θ) «πάει κι έλα» — μετάβαση με επιστροφή («ένα εισιτήριο πάει κι έλα»)
ι) «το πήγαιν’ έλα» — η συχνή μετακίνηση
ια) (ως χαιρετισμός για κάποιους που φθάνουν) «καλώς ήρθες» — καλώς όρισες
ιβ) «έρχομαι ώς, ίσαμε» — φθάνω σε ύψος μέχρι κάποιο σημείο («του έρχεται ως τους ώμους»)
ιγ) «λέει ό,τι του ‘ρθει» — λέει λόγια χωρίς να τά σκεφθεί
ιδ) «μού ‘ρχεται κεραμίδα, κόλπος» — εκπλήττομαι, απομένω με ανοιχτό το στόμα
ιε) «μού ‘ρχεται καλά, κουτί» — μού ταιριάζει απόλυτα
ιστ) «τί μού ‘ρθε;» — τί μ’ έπιασε (ποιά διάθεση με κατέλαβε;)
ιζ) «μού ‘ρθε στον νου» — ξαφνικά θυμήθηκα
ιη) «έρχομαι σε κίνδυνο» — διακινδυνεύω
ιθ) «έρχομαι σε ρήξη, σε λόγια» — διαφωνώ έντονα, λογοφέρνω
κ) «ἐρχομαι σε απελπισία» — απελπίζομαι
κα) «ἐρχομαι σε ευθυμία, στο κέφι» — ευθυμώ, μεθώ
κβ) «έρχομαι σε ηλικία» — γερνώ
κγ) «ήρθαν στα χέρια» — συνεπλάκησαν
κδ) «έρχομαι στα λόγια σου» — αρχίζω να συμφωνώ μαζί σου
κε) «δεν έρχεται σε λογαριασμό» — είναι απροσάρμοστος, άκαμπτος
κστ) «έρχεται άσχημα» — είναι άσχημο
κζ) «όσα πάνε κι όσα έρθουν» — για άσωτους που δεν τους κάνουν αίσθηση οι μεγάλες δαπάνες
κη) «πηγαίνω κι έρχομαι» — σείομαι
5. παροιμ. «Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε» — για ανόητους που δεν κάνουν καμία πρόοδο
μσν.
1. αρχίζω
2. γεννιέμαι
3. φρ. α) «ἔρχομαι εἰς γνώρα» — συνετίζομαι, αναγνωρίζω το σωστό
β) «ἔρχομαι εἰς λόγον» — συμφωνῶ
γ) «ἔρχομαι εἰς λογία» — συζητώ
ή φιλονεικώ
δ) «ἔρχομαι εἰς νοῡν ή κατά νοῡν» — συνέρχομαι
ε) (για στρατεύματα) «ἔρχομαι τῆς γῆς» — αποβιβάζομαι
αρχ.-μσν.
πορεύομαι, βαδίζω
αρχ.
1. διέρχομαι,περνώ από κάποιο τόπο
2. συναθροίζομαι («καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῑν τοὺς ἀρχιερεῑς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον αὐτῶν», ΚΔ)
3. φρ. α) «ἐπί πᾱν ἦλθον» — δοκίμασα κάθε μέσο
β) «εἰς λόγους ἔρχομαι» — συνομιλώ
γ) «εἰς ὄψιν ἔρχομαι» — βλέπω προσωπικά
δ) «εἰς χεῖρας ἔρχομαι» — συμφιλιώνομαι
ε) «εἰς ὀργὰς ἔρχομαι» — οργίζομαι με κάποιον
στ) «παρά μικρόν, παρ’ ὀλίγον ἔρχομαι» — παρά λίγο να... ζ) «εἰς ἡλικίαν ἔρχομαι» — φθάνω σε ορισμένη ηλικία
η) «εἰς ἀσθενὲς ἔρχομαι» — φθάνω σε αδύνατο συμπέρασμα
θ) «ἔρχομαι παρά τινα» — συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hέρ-χο-μαι με ανομοίωση δασέων και επίθημα -χε / -χο. Ο συσχετισμός με αλβ. erdha «ήρθα» ή με αρχ. ιρλ. eirg «ἐλα» και με αρχ. ινδ. rghāyati «σείομαι, εφορμώ» δεν φαίνεται βάσιμος. Κατ’ άλλη δε άποψη, ο τ. έρχομαι ανάγεται σε τ. έρ-σκ-ομαι (με επίθημα -σκ-), οπότε συνδέεται με αρχ. ινδ. rcchati «καταφέρνω», χεττ. ar-sk «πετυχαίνω, εισβάλλω», το χ. Α ar-s, το χ. Β er-s «προέρχομαι, παράγω».
ΣΥΝΘ. ανέρχομαι, απέρχομαι, διέρχομαι, εισέρχομαι, εξέρχομαι, επέρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι, παρέρχομαι, περιέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι
αρχ.
υπέρχομαι
νεοελλ.
αντεπεξέρχομαι, αντιπαρέρχομαι, διεξέρχομαι, επανέρχομαι, ξαναέρχομαι, ξανάρχομαι, πηγαινοέρχομαι, συχνοέρχομαι, υπεισέρχομαι].