ἐτνήρυσις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />sorte de cuiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἔτνος]], [[ἀρύω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />sorte de cuiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἔτνος]], [[ἀρύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐτνήρυσις]], ἡ (Α)<br />[[κουτάλα]] με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη [[σούπα]], τον χυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτνος]] «[[πυκνός]] [[ζωμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[έρυσις]] «[[άντληση]]», το -<i>η</i> [[αντί]] <i>ε</i>- λόγω της συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀρύω A)
A soup-ladle, Ar.Ach.245, Fr.779.
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen (ἀρύω), Ar. Ach. 245; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) κοχλιάριον δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ ἔτνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. ἐτνοδόνος καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἔτνος, ἀρύω.
Greek Monolingual
ἐτνήρυσις, ἡ (Α)
κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το -η αντί ε- λόγω της συνθέσεως].