εὔκολλος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui colle bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόλλα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui colle bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόλλα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔκολλος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκολλά [[κάτι]] καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται [[κάτι]], ο [[συγκολλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κολλος</i>, [[αμφί]]-<i>κολλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κόλλα)
A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.
Greek Monolingual
εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].