εὔκοπος: Difference between revisions
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(T22) |
(15) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=εὔκοπον (εὖ and [[κόπος]]), [[that]] [[can]] be done [[with]] [[easy]] labor; [[easy]]: [[Polybius]], et al.; εὐκοπώτερον ἐστι — followed by an infinitive, Luke 18:25. | |txtha=εὔκοπον (εὖ and [[κόπος]]), [[that]] [[can]] be done [[with]] [[easy]] labor; [[easy]]: [[Polybius]], et al.; εὐκοπώτερον ἐστι — followed by an infinitive, Luke 18:25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔκοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο [[εύκολος]] («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκόπως</i> (ΑΜ)<br />το συγκρ. <i>εὐκοπώτερον</i> (ΑΜ) και <i>εὐκοπωτέρως</i> (Μ)<br />εύκολα, με [[ευκολία]]<br />το συγκρ., με μεγαλύτερη [[ευκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]). Η [[σημασία]] «[[βάσανο]], [[κούραση]]» [[είναι]] αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική [[ενέργεια]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy, Plb.18.18.2: mostly in Comp., -ωτέρα σκευασία Dsc.1.39; -ώτερόν [ἐστι] c. inf., Ev.Matt.9.5, 19.24, etc. Adv. -πως Hp.Epid.2.6.31, Ar.Fr.783, D.S.3.24, Ph.Bel.56.16: Comp. -ώτερον Antip.Stoic.3.256.
German (Pape)
[Seite 1075] ohne Mühe, leicht zu thun, dem ἀδύνατον entgeggstzt, Pol. 18, 1, 2; so auch adv. εὐκόπως, Ar. bei Poll. 9, 162; εὐκοπώτερον, Antip. Stob. fl. 67, 25 E. Mit εὐκόλως verwechselt, D. Sic. 3, 24. 5, 32.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκοπος: -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, εὔκολος, Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à travailler, facile.
Étymologie: εὖ, κόπος.
English (Thayer)
εὔκοπον (εὖ and κόπος), that can be done with easy labor; easy: Polybius, et al.; εὐκοπώτερον ἐστι — followed by an infinitive, Luke 18:25.
Greek Monolingual
εὔκοπος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).
επίρρ...
εὐκόπως (ΑΜ)
το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)
εύκολα, με ευκολία
το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].