εὐχωλιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />lié par un vœu.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχωλή]].
|btext=α, ον :<br />lié par un vœu.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχωλή]].
}}
{{grml
|mltxt=εὐχωλιμαῑος, -ον (Α) [[ευχωλή]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος με [[υπόσχεση]] να κάνει [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[επιθυμητός]], [[ευκταίος]]<br /><b>3.</b> [[ευκτήριος]], αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από [[ευχή]] («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχωλῐμαῖος Medium diacritics: εὐχωλιμαῖος Low diacritics: ευχωλιμαίος Capitals: ΕΥΧΩΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: euchōlimaîos Transliteration B: euchōlimaios Transliteration C: efcholimaios Beta Code: eu)xwlimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A bound by a vow, under a vow, Hdt.2.63; used as translation of Celtic soldurii, Nic.Dam.Fr.80 J.    2 εὐ. θέαι, = Lat. ludi votivi, D.C.79.9.    II = εὐκταῖος, yearned, longed for, Poll.5.130.

German (Pape)

[Seite 1111] 11 durch ein Gelübde verpflichtet, Her. 2, 63, dem εὐχωλὴν ἐπιτελέοντες entsprechend; vgl. Ath. VI, 249 b; θέαι, ludi votivi, D. Cass. 79, 9. – 2) erwünscht, = εὐκταῖος, Poll. 5, 130.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, διατελῶν ὑπὸ εὐχήν, τάξιμον, οἱ εὐχωλιμαῖοι Ἡρόδ. 2. 63, ὅστις ὀλίγον ἀνωτέρω δίδει καὶ τὴν ἑρμηνείαν, εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες: - τὸ εὐχωλιμαῖοι χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τῆς Γαλατικῆς λέξεως σιλόδουροι, Νικόλ. Δαμασκην. παρ’ Ἀθην. 249Β. 2) εὐχ. θέαι, Λατ. ludi votivi, Δίων Κ. 79. 9. ΙΙ. = εὐκταῖος, εὐκτός, ἐπιθυμητός, Πολυδ. Ε΄, 130.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lié par un vœu.
Étymologie: εὐχωλή.

Greek Monolingual

εὐχωλιμαῑος, -ον (Α) ευχωλή
1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία
2. επιθυμητός, ευκταίος
3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).