ζυγοκρούστης: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγοκρούστης''': ὁ, ὁ ἀπατῶν εἰς τὸ ζύγι, Ἀρτεμιδ. 4. 59. | |lstext='''ζῠγοκρούστης''': ὁ, ὁ ἀπατῶν εἰς τὸ ζύγι, Ἀρτεμιδ. 4. 59. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζυγοκρούστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που εξαπατά [[κατά]] τη [[ζύγιση]] [[είτε]] χρησιμοποιώντας ψεύτικα [[σταθμά]] [[είτε]] με [[κρυφή]] [[κρούση]], δηλ. ώθηση του ζυγοβραχίονα με το [[δάκτυλο]] [[είτε]] με [[άλλο]] χειρισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κωδωνο</i>-[[κρούστης]], <i>τυμπανο</i>-[[κρούστης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who uses a false balance, Artem.4.57.
German (Pape)
[Seite 1141] ὁ, der mit der Wage betrügt, Artemid. 4, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοκρούστης: ὁ, ὁ ἀπατῶν εἰς τὸ ζύγι, Ἀρτεμιδ. 4. 59.
Greek Monolingual
ζυγοκρούστης, ὁ (Α)
αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση του ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο-κρούστης, τυμπανο-κρούστης].