ζωμήρυσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />cuiller à potage.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμός]], [[ἀρύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />cuiller à potage.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμός]], [[ἀρύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωμήρυσις]], ἡ (Α)<br />μεγάλο [[κουτάλι]] που χρησιμοποιούσαν στη [[μαγειρική]] για τη [[συγκέντρωση]] και [[απόρριψη]] τών αφρών που εμφανίζονταν [[κατά]] τον βρασμό, [[ιδίως]] του κρέατος, δηλ. για το [[ξάφρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωμός]] <span style="color: red;">+</span> <i>άρυσις</i> <span style="color: red;"><</span> [[αρύω]]«[[αντλώ]] [[υγρό]]» με [[έκταση]] του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμήρῠσις Medium diacritics: ζωμήρυσις Low diacritics: ζωμήρυσις Capitals: ΖΩΜΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: zōmḗrysis Transliteration B: zōmērysis Transliteration C: zomirysis Beta Code: zwmh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1143] ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους ἀφρηλόγος» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cuiller à potage.
Étymologie: ζωμός, ἀρύω.

Greek Monolingual

ζωμήρυσις, ἡ (Α)
μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως του κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω«αντλώ υγρό» με έκταση του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].