ἡδυλάλος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_16)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυλάλος''': -ον, = [[ἡδυλόγος]], Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).
|lstext='''ἡδυλάλος''': -ον, = [[ἡδυλόγος]], Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ηδυλόγος, [[γλυκόλογος]], [[γλυκόλαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάλος]], υποχωρητικό παράγ. του [[λαλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερημο</i>-[[λάλος]], <i>χρηστο</i>-[[λάλος]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυλάλος Medium diacritics: ἡδυλάλος Low diacritics: ηδυλάλος Capitals: ΗΔΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: hēdylálos Transliteration B: hēdylalos Transliteration C: idylalos Beta Code: h(dula/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,=

   A ἡδυλόγος, φθόγγοι IG12(7).95.4 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλάλος: -ον, = ἡδυλόγος, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).

Greek Monolingual

ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημο-λάλος, χρηστο-λάλος.