ἡγεσία: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(6_9) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡγεσία''': ἡ, ([[ἡγέομαι]]) = [[ἥγησις]], Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. 2. σ. 172. 91. | |lstext='''ἡγεσία''': ἡ, ([[ἡγέομαι]]) = [[ἥγησις]], Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. 2. σ. 172. 91. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἡγεσία]]) [[ηγέτης]]<br />[[καθοδήγηση]], [[αρχηγία]], ανώτατη [[αρχή]] («υπό την [[ηγεσία]] του [[τάδε]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ο [[αρχηγός]] και τα άτομα που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην [[κλίμακα]] της ιεραρχικής πυραμίδας ενός πολιτικού ή στρατιωτικού σώματος ή άλλου οργανισμού («η [[ηγεσία]] του [[κόμματος]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, ἡγέομαἰ
A = ἥγησις, Hsch. (ἡγεσκίης· ὁδηγησίας cod.).
German (Pape)
[Seite 1151] ἡ, das Wegweisen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεσία: ἡ, (ἡγέομαι) = ἥγησις, Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. 2. σ. 172. 91.
Greek Monolingual
η (Α ἡγεσία) ηγέτης
καθοδήγηση, αρχηγία, ανώτατη αρχή («υπό την ηγεσία του τάδε»)
νεοελλ.
συνεκδ. ο αρχηγός και τα άτομα που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην κλίμακα της ιεραρχικής πυραμίδας ενός πολιτικού ή στρατιωτικού σώματος ή άλλου οργανισμού («η ηγεσία του κόμματος»).