ἡδυντήριος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_4) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡδυντήριος''': -α, -ον, γλυκαίνων, πραΰνων, χοαὶ Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 535. | |lstext='''ἡδυντήριος''': -α, -ον, γλυκαίνων, πραΰνων, χοαὶ Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 535. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡδυντήριος]], -ία, -ον (Α) [[ηδυντήρ]]<br />αυτός που γλυκαίνει, που καταπραΰνει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A sweetening, soothing, Sch.E.Hec.535.
German (Pape)
[Seite 1153] Erkl. von κηλητήριος, Schol. Eur. Hec. 535.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυντήριος: -α, -ον, γλυκαίνων, πραΰνων, χοαὶ Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 535.
Greek Monolingual
ἡδυντήριος, -ία, -ον (Α) ηδυντήρ
αυτός που γλυκαίνει, που καταπραΰνει.