ἡλιαστής: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />héliaste, <i>juge membre de l’Héliée, tribunal populaire athénien</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιάζομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />héliaste, <i>juge membre de l’Héliée, tribunal populaire athénien</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡλιαστής]], ὁ (Α) [[ηλιάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[δικαστής]] που αποτελούσε [[μέλος]] του δικαστηρίου της ηλιαίας<br /><b>2.</b> <b>(γλώσσ.)</b> [[γναφέας]], [[λευκαντής]] μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (
A ἡλιαία 2) Heliast, Ar.V.206,891, Eq. 255, IG12.63.14, etc. II fuller,= Lat. lutor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1160] ὁ, der Richter in der Heliaia (s. oben unter ἡλιαία), Ar. Equ. 255 u. öfter; ἡλιαστῶν ὅρκος, s. Dem. 24, 149-151.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, (ἡλιαία 2), δικαστὴς ἐν τῇ Ἠλιαίᾳ, Ἀριστοφ. Σφ. 206, 891, Ἱππ. 255, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
héliaste, juge membre de l’Héliée, tribunal populaire athénien.
Étymologie: ἡλιάζομαι.
Greek Monolingual
ἡλιαστής, ὁ (Α) ηλιάζομαι
1. δικαστής που αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου της ηλιαίας
2. (γλώσσ.) γναφέας, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων.