ἡμέρα: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(strοng)
(16)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[feminine]] ([[with]] [[ὥρα]] [[implied]]) of a derivative of hemai (to [[sit]]; [[akin]] to the [[base]] of [[ἑδραῖος]]) [[meaning]] [[tame]], i.e. [[gentle]]; [[day]], i.e. ([[literally]]) the [[time]] [[space]] [[between]] [[dawn]] and [[dark]], or the [[whole]] 24 hours ([[but]] [[several]] days were [[usually]] reckoned by the Jews as inclusive of the parts of [[both]] extremes); [[figuratively]], a [[period]] ([[always]] defined [[more]] or [[less]] [[clearly]] by the context): [[age]], + alway, ([[mid]]-)[[day]] (by [[day]], (-ly)), + for [[ever]], [[judgment]], ([[day]]) [[time]], [[while]], years.
|strgr=[[feminine]] ([[with]] [[ὥρα]] [[implied]]) of a derivative of hemai (to [[sit]]; [[akin]] to the [[base]] of [[ἑδραῖος]]) [[meaning]] [[tame]], i.e. [[gentle]]; [[day]], i.e. ([[literally]]) the [[time]] [[space]] [[between]] [[dawn]] and [[dark]], or the [[whole]] 24 hours ([[but]] [[several]] days were [[usually]] reckoned by the Jews as inclusive of the parts of [[both]] extremes); [[figuratively]], a [[period]] ([[always]] defined [[more]] or [[less]] [[clearly]] by the context): [[age]], + alway, ([[mid]]-)[[day]] (by [[day]], (-ly)), + for [[ever]], [[judgment]], ([[day]]) [[time]], [[while]], years.
}}
{{grml
|mltxt=και [[μέρα]], η (AM [[ἡμέρα]], Μ και [[μέρα]], Α επικ. και ιων. τ. ἡμέρη, δωρ. τ. ἀμέρα και [[ἁμέρα]], λοκρ. τ. [[ἀμάρα]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από την [[ανατολή]] [[μέχρι]] τη [[δύση]] του ήλιου (α. «[[μέρα]] [[μεσημέρι]]» β. «ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ [[Διός]] εἰσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο έζησε ή έδρασε [[κάποιος]], [[καιρός]], [[εποχή]], ζωή (α. «περάσαμε δύσκολες ημέρες» β. «ἐν ταῑς ἡμέραις Ἡρώδου», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[γιορτή]] ή [[επέτειος]] (α. «[[ημέρα]] Χριστουγέννων» β. «[[ημέρα]] του ΟΧΙ»)<br /><b>4.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] πραγματοποίησης γεγονότος ή φαινομένου (α. «[[ημέρα]] κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία<br />β. «[[ημέρα]] καύσωνος» γ. «[[ημέρα]] αναπαύσεως» δ. «[[αποφράς]] [[ημέρα]]» — η [[μέρα]] που συνέβη [[κάτι]] [[κακό]]<br />ε. «τακτή [[ημέρα]]» ή «ρητή [[ημέρα]]» — καθορισμένη [[ημέρα]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «παρ' ημέραν», «[[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]» — [[κάθε]] δεύτερη [[μέρα]], [[κάθε]] δύο μέρες<br />β) «από [[μέρα]] σε [[μέρα]]», «[[μέρα]] με την (η)[[μέρα]]», «ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν», «ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» — εξακολουθητικά, συν τω χρονω, [[βαθμηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ολόκληρο]] το [[ημερονύκτιο]], [[χρονικό]] [[διάστημα]] εικοσιτεσσάρων ωρών («λείπει [[τριάντα]] μέρες»)<br /><b>2.</b> ο ορισμένος [[χρόνος]] για την ημερήσια [[εργασία]] («αρρώστησα κι έλειψα από το [[γραφείο]] [[τρεις]] ημέρες»)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> ο [[χρόνος]] που απαιτείται για να εκτελέσει ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]] μια πλήρη [[περιστροφή]] [[γύρω]] από τον άξονά του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ηλιακή [[ημέρα]]» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη φαινομένη [[ανατολή]] του ηλίου [[μέχρι]] τη φαινομένη [[δύση]] του<br />β) «αστρική [[ημέρα]]» — [[χρονικό]] [[διάστημα]] που [[είναι]] συντομότερο [[κατά]] 0,0084 δευτερόλεπτα σε [[σύγκριση]] με την [[ημέρα]]<br />γ) «[[μέση]] ηλιακή [[ημέρα]]» — [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] [[τέσσερα]] [[περίπου]] λεπτά της ώρας μεγαλύτερο από τη [[διάρκεια]] της αστρικής ημέρας<br />δ) «[[πολιτική]] [[ημέρα]]» — [[μέση]] ηλιακή [[ημέρα]] διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών ακριβώς, η [[αρχή]] της οποίας έχει καθοριστεί στις 12 τα [[μεσάνυχτα]]<br />ε) «είδε το φως της ημέρας» — γεννήθηκε<br />στ) «σώθηκαν οι μέρες του» — σε λίγο καιρό θα πεθάνει<br />ζ) <b>(λαογρ.)</b> «ημέρες της γριάς» — οι [[τρεις]] τελευταίες ημέρες του Μαρτίου<br />η) «[[είναι]] η [[μέρα]] μου» — [[είναι]] η [[σειρά]] μου<br />θ) «[[μέρα]] μου και [[μέρα]] σου» — [[σειρά]] μου και [[σειρά]] σου<br />ι) «καλή [[μέρα]]» — [[ευχή]] που λέγεται το [[πρωί]]<br />ια) «την κακή ψυχρή σου [[μέρα]]» — υβριστική [[φράση]]<br />ιβ) «έφαγα τη [[μέρα]] μου» — διέθεσα τη [[μέρα]] μου για να [[κάνω]] [[κάτι]] το οποίο ίσως δεν άξιζε τον κόπο ή διέθεσα περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε για [[κάτι]]<br />ιγ) «κρίσιμη [[μέρα]]» — η [[μέρα]] [[κατά]] την οποία πρόκειται να κριθεί η [[έκβαση]] κάποιας σοβαρής κατάστασης<br />ιδ) «της ημέρας» — [[σημερινός]] ή πολύ [[πρόσφατος]] («αβγά της ημέρας»)<br />ιε) «[[είμαι]] της ημέρας» — έχω [[υπηρεσία]] μια ορισμένη [[ημέρα]], [[είμαι]] εφημερεύων<br />ιστ) «[[μέρα]] και [[νύχτα]]» ή «[[νύχτα]] [[μέρα]]» — διαρκώς, [[πάντοτε]]<br />ιζ) «άσπρη [[μέρα]]» — καλή [[μέρα]], αίσια [[μέρα]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[μέρα]] δεν [[είναι]] τ' Άι Γιαννιού» — τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται [[συνεχώς]]<br />β) «όλες οι μέρες [[είναι]] του θεού» — δεν [[πρέπει]] να θεωρούνται μερικές μέρες ως γρουσούζικες<br />γ) «η καλή [[μέρα]] απ' το [[πρωί]] φαίνεται» — η [[έκβαση]] και ο [[χαρακτήρας]] μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου φαίνονται από την [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br />(φρ)<br /><b>1.</b> «εἰς τὲς ἡμέρες» — τον κατάλληλο καιρό<br /><b>2.</b> «εἰς τὴν [[ἡμέρα]]» ή «[[μέρα]] - [[μέρα]]» — [[κάθε]] [[μέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρόνος]] («[[ἡμέρα]] κλίνει τε κἀνάγει [[πάλιν]] ἅπαντα τἀνθρώπεια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b>. <i>η Ημέρα</i><br />θεά, [[προσωποποίηση]] της ημέρας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἅμα ἡμέρᾳ» — [[μόλις]] ξημέρωσε<br />β) «τῆς ἡμέρας ὀψέ» — [[αργά]] την [[ημέρα]], [[προς]] το [[βράδυ]]<br />γ) «[[ἐπίπονος]] [[ἁμέρα]]» — τα καθημερινά βάσανα (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «παλαιά [[ἁμέρα]]» — τα [[γεράματα]] (<b>Σοφ.</b>)<br />ε) «αἱ μακραὶ ἁμέραι» — η μακρόχρονη ζωή (<b>Σοφ.</b>)<br />στ) «νέα [[ἁμέρα]]» — η [[νεότητα]]<br />ζ) «ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ [[ἡμέρα]]» — [[κατά]] το [[τέλος]] της ζωής (<b>Αριστοτ.</b>)<br />η) «ἡμερῶν ὀλίγων» — [[μέσα]] σε όριο λίγων ημερών (<b>Πλάτ.</b>)<br />θ) «[[τῇδε]] θἠμέρᾳ» — [[σήμερα]]<br />ι) «ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην» — [[κάθε]] [[μέρα]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ια) «εἰς ἡμέραν» — μία [[φορά]] τον χρόνο <b>(ΠΔ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[ἦμαρ]]. Η κατάλ. -<i>έρα</i> θυμίζει τα επίθ. σε -<i>ερος</i>, [[πράγμα]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι το [[ἡμέρα]] προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο επίθ., παράγωγο του [[ἦμαρ]]. Η [[δασύτητα]] απαντά μόνο στην ιων.-αττ. (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ἀμέρᾱ</i>, λοκρ. <i>ἀμάρᾱ</i>) και οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[ἑσπέρα]]. Ο νεοελλ. τ. [[μέρα]] προήλθε από τη σίγηση του προτονικού αρχικού φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερωτώ]] &GT; [[ρωτώ]]). Το επίρρ. [[σήμερα]] προέρχεται από αμάρτυρο επίθ. <i>κι</i>-<i>άμερος</i> (με α΄ συνθετικό <i>κι</i>- «εδώ, αυτός»), το ουδ. [[γένος]] του οποίου απέκτησε επιρρηματική [[σημασία]] [[κατά]] το [[αὔριον]] και έδωσε το [[σήμερον]]. Η νεοελλ. [[προσφώνηση]] [[καλημέρα]] [[είναι]] «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>καλήν ημέραν</i> ([[εύχομαι]]). Ως β΄ συνθετικό η λ. [[ημέρα]] απαντά σε [[πολλά]] σύνθ. επίθ. με τη [[μορφή]] -(<i>ή</i>)<i>μερος</i>. Όσων από αυτά το α' συνθετικό [[είναι]] αριθμητικό ([[διήμερος]], [[τριήμερος]], [[δεκαήμερος]]), το ουδ. [[γένος]] σε (<i>ή</i>)<i>μερο</i>(<i>ν</i>)-<i>ερα</i> χρησιμοποιείται και ως ουσ. (<i>διήμερο</i>(<i>ν</i>), [[εννιάμερα]]). Τέλος, από τα [[αυθήμερος]], [[νυχθήμερος]] παράγονται τα επιρρ. [[αυθημερόν]], [[νυχθημερόν]]. Η λ. [[ημέρα]] έχει σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής τη βασική σημ. «[[χρονικό]] [[διάστημα]] από την [[ανατολή]] [[μέχρι]] τη [[δύση]] του ήλιου» και, με τη σημ. αυτή, αντιτίθεται [[προς]] τη [[νύχτα]]. Από αυτή τη σημ. η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] στη Νέα Ελληνική έλαβε, κατ' [[επέκταση]], τη σημ. «από το [[πρωί]] [[μέχρι]] το [[βράδυ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λείπει όλη τη [[μέρα]] από το [[σπίτι]]) [[καθώς]] [[επίσης]] και «όλο το εικοσιτετράωρο» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>15 ημερών [[ταξίδι]])<br />στη Νέα Ελληνική [[επίσης]] η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις και με στενότερη, πιο εξειδικευμένη, σημ. «ορισμένες ώρες της μέρας» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μην περνάς τη [[μέρα]] σου χαζεύοντας</i>) ή μόνο «τις ώρες ημερήσιας εργασίας» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πέρασα δύσκολη [[μέρα]] [[σήμερα]] στη δουλειά</i>). Επίσης, η λ. (<i>η</i>)[[μέρα]] στον πληθ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ορισμένη χρονική περίοδο, [[κατά]] την οποία συνέβησαν κάποια συγκεκριμένα (και [[σημαντικά]]) γεγονότα ή μια παρωχημένη [[εποχή]] η οποία αντιπαραβάλλεται [[προς]] το [[παρόν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οι μέρες της κατοχής</i>, <i>οι μέρες που περάσαμε [[μαζί]], <i>στις μέρες μας δούλευε ηαγία [[ράβδος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημερήσιος]], [[ημέριος]], [[ημερίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ημεραίος]], [[ημερεύω]], [[ημερίδης]] [[ημερινός]], [[ημερούσιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ημερώον]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) ([[πλην]] τών επιθ. με α' συνθετικό αριθμητικό): [[αυθήμερος]], [[ευήμερος]], [[εφήμερος]], [[ισήμερος]], [[μακροήμερος]], [[νυχθήμερος]], [[ολοήμερος]], [[υπερήμερος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλιτήμερος]], <i>αμφήμερος</i>, <i>αφήμερος</i>, [[ετερήμερος]], [[καλήμερος]], <i>κακήμερος</i>, [[λιπήμερος]], <i>μεθαμέρα</i>, [[μισοκαλήμερος]], [[μονήμερος]], [[νεαμέρα]], [[ολιγήμερος]], [[οψημέρα]], [[πανήμερος]], [[παρήμερος]], [[προσήμερος]]<br />(νεοελλ.] [[ενήμερος]], [[μονοήμερος]], [[ολιγοήμερος]]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέρα Medium diacritics: ἡμέρα Low diacritics: ημέρα Capitals: ΗΜΕΡΑ
Transliteration A: hēméra Transliteration B: hēmera Transliteration C: imera Beta Code: h(me/ra

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἡμέρη IG12(5).1 (Ios), Dor. ἀμέρα ib.5(1).213.43,al., 1390.109, 1432.25, Test.Epict.4.12, Michel995A 32, etc., Locr. ἀμάρα IG9(1).334.42 (aspirated perh. only in Att. and West Ion., cf.

   A ἐπάμερος Pi., etc., αὐθημερόν IG7.235.18 (Oropus), etc.; usu. unaspirated in early Att. Inscrr., IG12.49.6, al.; aspirated in codd. even in dialects: original ἀμέρα prob. took aspirate from ἑσπέρα): ἡ:—day, less freq. than ἦμαρ in Hom., ἡ. ἥδε κακὸν φέρει Il.8.541, 13.828; τίς νύ μοι ἡ. ἥδε; Od.24.514; νύκτες τε καὶ ἡ. 14.93; μῆνές τε καὶ ἡ. ib.293; νοῦσοι ἐφ' ἡμέρῃ αἳ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op.102; ἡ σήμερον ἡ., v. σήμερον· ἅμα ἡμέρᾳ or ἅμα τῇ ἡμέρᾳ at daybreak, X.An.6.3.6, Aeschin.3.76; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86; ἡ. διέλαμψεν, ἐξέλαμψεν, ὑπέφαινε, Ar.Pl.744, Pax304, X.Cyr.4.5.14; τῆς ἡ. ὀψέ late in the day, Id.HG2.1.23.    2 sts. like Ep. ἦμαρ, with Adjs. to describe a state or time of life, ἐπίπονος ἁ. a life of misery, S.Tr.654 (lyr.); λυπρὰν ἄγειν ἡ. E. Hec.364; ἐχθρὰ ἡ. Id.Ph.540; παλαιὰ ἁ. old age, S.Aj.623 (but θεία ἡ. Id.Fr.950 is dub. l.); τερμία ἁ. Id.Ant.1330 (lyr.); αἱ μακραὶ ἁμέραι length of days, Id.OC1216(lyr.); νέα ἁ. youth, E.Ion720(lyr.); so τῇ πρώτῃ ἡ. Arist.Rh.1389a24; ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡ. at the close of life, ib.1389b33, cf. S.OT1529; ζοὴν βλέπουσιν ἡ. look life-like, Herod.4.68.    3 poet. for time, ἡ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια S.Aj.131; ἐς τόδ' ἡμέρας Id.OC1138: pl., ἐν ἡμέραις τινός in the days of... LXX 1 Ch.4.41, etc.; ἡ. ἀρχαῖαι ib.Ps.142(143).5.    4 birthday, D.L.4.41.    5 a fixed day, τακτὴ ἡ. Act.Ap.12.21; ῥητὴ ἡ. Luc.Alex.19; ἡ. ἔστησαν ἀρχαιρεσιῶν D.H.6.48, cf. Act.Ap.17.31; ἡ. Κυρίου LXXJl.2.1, cf. 2 Ep.Pet.3.12, etc.; ἡ. κρίσεως Ev.Matt.10.15: so abs., ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας a human tribunal, 1 Ep.Cor.4.3; ἡμέραι καὶ ἀγῶνες Jahresh.23Beibl.93 (Pamphyl.).    6 in pl., age, προβεβηκὼς ἐν ταῖς ἡ. Ev.Luc.1.7, cf. LXXGe.47.8, etc.    II abs. usages,    1 gen., τριῶν ἡμερέων within three days, Hdt.2.115, cf. Th.7.3; ἡμερῶν ὀλίγων within a few days, Id.4.26, etc.; ἄλλης ἡ. another day, S.El.698; τῆς αὐτῆς ἡ. Isoc.4.87; μιᾶς ἀμέρας IG5(1).213.43 (Sparta, V B.C.); ἡμέρας by day, opp. νυκτός, S.Fr.65; οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός Pl.Phdr.240c; τοὺς . . τῆς ἡ. ἄρτους δ daily, UPZ 47.21 (ii B.C.); δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης twice every day, Hdt.2.37; δίς τῆς ἡ. Pl.Com.207; πεντάκις τῆς ἡ. Men.326; κατεσθίω . . τῆς ἡ. πένθ' ἡμιμέδιμνα five every day, Pherecr.1.    2 dat., τῇδε θἠμέρᾳ,= σήμερον, (S.OT1283; τῇ τόθ' ἡ Id.El.1134.    3 acc., πᾶσαν ἡ. any day, i.e. soon, Hdt.1.111, 7.203; τὴν μὲν αὐτίχ' ἡ. S.OC433; ὅλην τὴν ἡ. Eup.233; τρίτην ἡ. ἥκων two days after one's arrival, Th.8.23; οὐδεμίαν ἡ. ὑπεύθυνος εἶναί φημι D.18.112; πέντε ἡμέρας during five days, Th.8.103; τὰς ἡ. in the daytime, X.Cyr.1.3.12; τὴν ἡ. daily, LXXEx. 29.38.    III with Preps., μίαν ἀν' ἁμέραν on one day, Pi.O.9.85; ἀνὰ πᾶσαν ἡ. every day, Hdt.7.198; ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν from this day, S.OT351; but ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ from early in the day, Plb.8.25.11: δι' ἡμέρης, Att. -ρας, the whole day long, Hdt.1.97, 2.173, Pherecr.64, Ar.Ra.260(lyr.); διὰ τρίτης ἡ. every other day, Hdt. 2.37; διὰ πολλῶν ἡ. at a distance of many days, Th.2.29; δι' ἡμερῶν τινων Thphr.HP4.3.6; εἰσ ἡμέραν yearly, LXXJd.17.10; ἐν ἡμέρῃ in a single day, Hdt.1.126, cf. Men.Pk.377; ἐνἡ. μιᾷ S.OT615; τῇδ' ἐν ἡ. Id.OC1612; ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡ. Ev.Jo.14.20; ἐν ἑστέραισιν ἡ. A.Ag.1666; ἐν ὀκτὼ ἡ. Lys.20.10; but ἐν τρισὶν ἡ. within three days, Ev.Jo.2.19; ἐξ ἡμέρας by day, οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡ. S.El.780; ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day, Henioch.5.13, LXXGe.39.10, 2 Ep.Pet.2.8 (but ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας LXX 2 Ch.21.15); ἐπ' ἡμέρην ἔχειν, ἐφ' -ραν χρῆσθαι, sufficient for the day, Hdt.1.32, Th.4.69; τὸ γὰρ βρότειον σπέρμ' ἐφ' ἡ. φρονεῖ A. Fr.399; τῆς ἐφ' ἡ. βορᾶς E.El.429; but τοὐφ' ἡμέραν day by day, Id.Cyc. 336: c. dat., ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ (v.l. -ρης -της) every day, Hdt.5.117; ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ Heraclit.6; καθ' ἡμέραν by day, A.Ch.818 (lyr.); καθ' ἡ. τὴν νῦν to-day, S.OC3, Aj.801; but καθ' ἡ. commonly means day by day, IG12.84.40, etc.; καθ' ἡ. ἀεί [S.]Fr.1120.4: with Art., τὸν καθ' ἡ. βίον Id.OC1364; ἡ καθ' ἡ. ἀναγκαία τροφή Th.1.2; τὰ καθ' ἡ. ἐπιτηδεύματα Id.2.37; τὸ καθ' ἡ. ἀδεές Id.3.37, etc.; τὸ καθ' ἡ. every day, Ar.Eq.1126 (lyr.), etc.; also τὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡ. ἐπιτηδεύματα Isoc.4.78; μετ' ἡμέρην in broad daylight, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Ar.Pl.930; opp. νύκτωρ, Aeschin.3.77; μεθ' ἡμέρας some days after, LXXJd.15.1; ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη day following on day, Antipho 5.72; but παρ' ἡμέραν every other day, Dsc.3.137, Luc.DDeor.24.2; παρ' ἡ. ἄρχειν Plu.Fab.15; καθ' ἡμέραν εἰώθειν ὀργίζεσθαι, νῦν παρ' ἡμέραν, εἶτα παρὰ δύο, εἶτα παρὰ τρεῖς Arr.Epict.2.18.13; πρὸ ἡμέρας before day-break, Diph.22; but πρὸ ἀμερᾶν δέκα ἤ κα μέλλωντι ἀναγινώσκεν GDI5040.42 (Crete); πρὸ ἡμερῶν ἑπτὰ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων SIG646.2 (Thisbe, ii B.C.); γίγνεται, ἔστι πρὸς ἡμέραν, towards day, near day, X.HG2.4.6, Lys.1.14; also, for the day, daily, Charito 4.2.    IV as pr. n., the goddess of day, Hes.Th.124.    2 v. ἥμερος 11.

German (Pape)

[Seite 1165] ἡ, ion. u. ep. ἡμέρη, der Tag; bei Hom. nur sechsmal, sonst ἦμαρ; ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει, dieser Tag, Il. 8, 541. 13, 328; vgl. Od. 24, 514; ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν 14, 93; μῆνές τε καὶ ἡμέραι 11, 294. 14, 293; – H. h. Apoll. 349; ἐφ' ἡμέρῃ ἠδ' ἐπὶ νυκτί Hes. O. 102; – Pind., Tragg. u. in Prosa; der natürliche Tag im Gegensatze zur Nacht, λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Aesch. Pers. 378, wie Soph. Ai. 658; ὦ χρυσέας ἁμέρας βλέφαρον Ant. 104; οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡμέρας El. 770; φῶς ἡμέρας τόδε, Tageslicht, Eur. Rhes. 985; ἐξ ἡμέρας εἰς νύκτα μὴ λυπούμενοι Herc. Für. 505; λευκοπτέρου ἁμέρας φέγγος Tr. 848; ἡμέρα ἐξέλαμψεν, der Tag brach an, Ar. Pax 304; τήν νύχθ' ὅλην ἐγρηγόρεσαν, ἕως διέλαμψεν ἡμέρα Plut. 744; οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός, weder bei Tage noch des Nachts, Plat. Phaedr. 240 c; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ, mit Tagesanbruch, Her. 3, 86; einfacher ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, Xen. An. 6, 1, 6, wo Krüger viele Stellen aus Xen. anführt; ohne den Artikel, Hell. 3, 2, 3, wie Eur. El. 78; ἐπεὶ ἡμέρα ὑπεφαίνετο Xen. Cyr. 4, 5, 14; τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν, es war spät am Tage, Hell. 2, 1, 23; ἀρχομένη, δυομένη, Luc. salt. 17; – der bürgerliche Tag, die Nacht mit einbegreifend, als Zeitbestimmung überall; ἁμέραι ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι Pind. Ol. 1, 22; ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις Aesch. Ag. 1651. Man bemerke – a) den gen.; ἑκάστης ἡμέρας, jeden Tag, täglich, Plat. Prot. 318 a Conv. 172 c; ἡμέρας, οὐχ ὅλης μιᾶς Soph. Phil. 478; αὐτὸν δὲ σὲ τριῶν ἡμερέων προαγορεύω ἐκ τῆς γῆς μετορμίζεσθαι, in drei Tagen, innerhalb dreier Tage, Her. 2, 115; vgl. Thuc. 4, 26; εἰ βούλονται ἐξιέναι τῆς Σικελίας πέντε ἡμερῶν 7, 3; ἡμερῶν μὲν ὀλίγων μέλλει τὰ Πύθια γίνεσθαι Aesch. 3, 254, in wenigen Tagen; ἄλλης ἡμέρας, an einem andern Tage, Soph. El. 698; τῆς αὐτῆς ἡμέρας, an demselben Tage, Isocr. 4, 87. – b) den dat.; sehr gew. τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, an diesem Tage, u. ä., überall; seltener mit der Präposition, ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ, in einem Tage, Soph. O. R. 615; τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ O. C. 1608, wie ἁμέρᾳ ἐν μιᾷ Pind. I. 3, 34; μίαν ἀν' ἁμέραν, aneinem Tage, Ol. 9, 85. – c) den accus.; πέντε ἡμέρας παρεσκευάζοντο, fünf Tage lang rüsteten sie sich, Thuc. 8, 103, häufig; τρίτην ἡμέραν αὐτοῦ ἥκοντος, drei Tage nach seiner Ankunft, Thuc. 8, 23; eben so πᾶσαν ἡμέραν, was jeden Tag geschehen kann, Her. 1, 111. 7, 203. – d) mit Präpositionen; ἀνά, ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, täglich, Her. 7, 198; Paus. 1, 42, 3 is. unter b); – ἀπό, ἀφ' ἡμέρας, vom hellen Tage an, de die, Pol. 8, 27, 11 u. öfter, bes. πίνειν; – ἐν, s. unter b; – κατά, καθ' ἡμέραν τὴν νῦν, heut, Soph. O. C. 3; καθ' ἡμέραν δ' οὐδὲν ἐμφανέστερος, am Tage, Aesch. Ch. 805; ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν καθ' ἡμέραν, so lange es Tag ist, Pers. 827; gew. καθ' ἡμέραν = täglich z. B., τὸν καθ' ἡμ. βίον Soph. O. C. 1366; Eur. Med. 1020 u. öfter; σπανίζων τοῦ καθ' ἡμ. βίου El. 235; Thuc. 3, 37; Plat. Prot. 318 c; mit ἑκάστην, Polit. 270 a; καθ' ἡμ. δίαιτα Legg. VI, 762 a; τὸ καθ' ἡμέραν, Phaedr. 240 b Rep. VIII, 561 c; τὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡμέραν ἐπιτηδεύματα Isocr. 4, 78, die täglichen Beschäftigungen; καθ' ἑκ. ἡμ. auch Aesch. 3, 165 u. Folgde; – ἐπ ί, ἐφ' ἡμέραν, auf, für den Tag, Thuc. 4, 69, wie τῆς ἐφ' ἡμέραν βορᾶς Eur. El. 429; Aesch. 2, 66; auch = Tag für Tag, Eur. Cycl. 336; ἐφ' ἡμέρης ἑκάστης, jeden Tag, Her. 5, 117; – μετά, z. B. μεθ' ἡμέρην, im Ggstz von νυκτός, bei Tage, Her. 2, 150; Arist. H. A. 5, 14; νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν, Dem. 24, 113; Pol. 1, 42, 13; – πρ ὸ ς ἡμέραν, gegen Tagesanbruch, Sp. – Allgemein: die Zeit, ὡς ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια Soph. Ai. 131; παλαιᾷ μὲν ἔντροφος ἁμέρᾳ μάτηρ, die greise Mutter, 613; νέα ἡμέρα, die Jugend, Eur. Ion 720; vgl. Arist. rhet. 2, 12. 13, wo es von den Greisen heißt εἰσὶ δὲ φιλόζωοι καὶ μάλιστα ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ. Auch wie bei uns ἐπίπονοι ἡμέραι, mühselige Tage, mühseliges Leben, Soph. Tr. 654; λυπρά Eur. Hec. 364. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέρα: Ἰων. ἡμέρη, Δωρ. ἁμέρα, ἡ· - ἡμέρα, πρῶτον παρ’ Ὁμ. (ἂν καὶ ὁ συνήθης Ἐπ. τύπος εἶναι ἦμαρ), ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἰλ. Θ. 541, Ν. 828· τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε Ὀδ. Ω. 514· νύκτες τε καὶ ἡμέραι Ξ. 93· μῆνές τε καὶ ἡμ. αὐτόθι 293, Λ. 294· οὕτω παρ’ Ἡσ., ἐφ’ ἡμέρῃ ἧδ’ ἐπὶ νυκτὶ Ἔργ. κ. Ἡμ. 102· περὶ τῶν ποικίλων θέσεων τῆς φράσεως νύκτα καὶ ἡμέραν, ἴδε Λοβ. Παραλ. 62· - ἡ σήμερον ἡμέρα, ἴδε ἐν λ. σήμερον: - ἡ ἡλίου ἡμέρα Συλλ. Ἐπιγρ. 6731· ἡ Ἀφροδίτης ἡμέρα αὐτόθι 6769· Ἑρμοῦ, τῆς τετράδος καὶ τῆς παρασκευῆς, ἐπιφημίζονται γὰρ ἡ μὲν Ἑρμοῦ, ἡ δὲ Ἀφροδίτης Κλήμ. Ἀλ. 877. - Φράσεις σημαίνουσαι τὴν αὐγήν, τὰ χαράγματα, ἅμα ἡμέρᾳ ἢ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6, Αἰσχίν. 64. 28· ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Ἡρόδ. 3. 86· ἡμ. διαλάμπει Ἀριστοφ. Πλούτ. 744· ἐκλάμπει ὁ αὐτ. Εἰρ. 304· ὑποφαίνεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 14· γίγνεται ἢ ἐστὶ πρὸς ἡμέραν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 2. 4, 6, Λυσ. 92 ἐν τέλ.· τῆς ἡμέρας ὀψέ, ἀργά, βράδυ, ἑσπέρας, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) ἐνίοτε ὡς τὸ Ἐπ. ἦμαρ. μετ’ ἐπιθ. πρὸς περιγραφὴν καταστάσεως ἢ χρονικῆς περιόδου τῆς ζωῆς, ἐπίπονος ἡμ., ζωὴ πλήρης ἀθλιότητος, Σοφ. Τρῳ. 654· λυπρὰν ἄγειν ἡμ. Εὐρ. Ἑκ. 364· ἐχθρὰ ἡμ. ὁ αὐτ. Φοιν. 540· παλαιὰ ἡμ., γῆρας, Σοφ. Αἴ. 623· αἱ μακραὶ ἡμέραι, μῆκος ἡμερῶν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1216· νέα ἡμ., νεότης, Εὐρ. Ἴωνι 720· οὕτω, τῇ πρώτῃ ἡμ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 8· ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ, ἡμ., κατὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς, αὐτόθι 13, 8· (ἀλλὰ τελευταία ἡμ., ἡμέρα τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Τ. 1529.) 3) ποιητ. ἀντὶ τοῦ χρόνος, ἡμ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια ὁ αὐτ. Αἴ. 131· ἐς τόδ’ ἡμέρας ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1138. 4) γενέθλιος ἡμέρα, Διογ. Λ. 4. 41. ΙΙ. ἀπόλ. χρήσεις: 1) κατὰ γεν., τριῶν ἡμερέων, ἐντὸς τριῶν ἡμ., Ἡρόδ. 2. 115, πρβλ. Θουκ. 7. 3· ἡμερῶν ὀλίγων, ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, Θουκ. 4, 26, κτλ.· ἄλλης ἡμ., κατ’ ἄλλην ἡμέραν, Σοφ. Ἠλ. 698· τῆς αὐτῆς ἡμ. Ἰσοκρ. 58C· - ἀλλ’ ὡσαύτως, ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. νυκτός, Σοφ. Ἀποσπ. 63· οὔθ’ ἡμέρας οὔτε νυκτὸς Πλάτ. Φαίδρ. 240C· δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης, δὶς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 37· δὶς τῆς ἡμ. Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 44· πεντάκις τῆς ἡμ. Μένανδ. Μισ. 5· κατεσθίω … τῆς ἡμ. πέντε ἡμιμέδιμνα, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Φερεκρ. Ἀγ. 1. 2) κατὰ δοτ., τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, = σήμερον, Σοφ. Ο. Τ. 1183· τῇ τόθ’ ἡμ. ὁ αὐτ. Ἠλ. 1123· - οὕτω, τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1612, πρβλ. Ο. Τ. 615, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1666, Λυσ. 158, 39, κτλ. 3) κατ’ αἰτ., πᾶσαν ἡμ., ὅλην τὴν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 111, κτλ.· τὴν μέν αὐτίχ’ ἡμ. Σοφ. Ο. Κ. 483· ὅλην τὴν ἡμ. Εὔπολ. Πολ. 5· τρίτην ἡμ. αὐτοῦ ἥκοντος, τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν ἄφιξιν αὐτοῦ, Θουκ. 8. 23· οὐδεμίαν ἡμέραν, οὐδέποτε, Δημ. 264. 1· πέντε ἡμέρας, ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Θουκ. 8. 103· τὰς ἡμέρας Ξεν. Κύρ. 1. 3, 12. ΙΙΙ. μετὰ προθ., μίαν ἀν’ ἀμέραν, ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Πίνδ. Ο. 9. 126· ἀνὰ πᾶσαν ἡμ., καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 7. 198· - ἀφ’ ἡμέρας τῆς νῦν, ἀπὸ τῆς σήμερον, ἀπὸ τοῦδε, Σοφ. Ο. Τ. 351· ἀλλά, ἀφ’ ἡμέρας πίνω, ἄρχομαι πίνων πρὶν ἔτι λήξῃ ἡ ἡμέρα, ὡς τὸ Λατ. de die potare, Πολύβ. 8. 27, 11· - δι’ ἡμέρης, Ἀττ. -ρας, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας Ἡρόδ. 1. 97., 2. 173, Φερεκρ. Ἱπν. 1· διὰ τρίτης ἡμ., κατὰ πᾶσαν τρίτην ἡμέραν, Λατ. tertio quoque die, Ἡρόδ. 2. 37· δι’ ἡμ. πολλῶν, κατὰ διάλειμμα πολλ. ἡμ.., Θουκ. 2. 29· - ἐν ἡμέρᾳ, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.2· - ἐξ ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, οὔτε νυκτός οὔτ’ ἐξ ἡμ., Σοφ. Ἠλ. 780· - ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13· - ἐπ’ ἡμέρην, διὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 32, Θουκ. 4. 69· τό γάρ βρότειον σπέρμ’ ἐφ’ ἡμ. φρονεῖ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 295· τῆς ἐφ’ ἡμ. βορᾶς Εὐρ. Ἠλ. 429· ἀλλὰ, τοὐφ’ ἡμέραν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Εὐρ. Κύκλ. 336· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἐπ’ ἡμ. ἑκάστης, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 5. 117· ἐφ’ἡμ. τῆς νῦν Σοφ. Ο. Τ. 351· - καθ’ ἡμέραν, ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Χο. 818· καθ’ ἡμ. τὴν νῦν, τὴν σήμερον ἡμέραν, Σοφ. Ο. Κ. 3, Αἴ. 801· ἀλλὰ καθ’ ἡμ. κοινῶς σημαίνει ὅ, τι καὶ παρ’ ἡμῖν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἡμ. ἀεὶ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 779· συνήθως ὅμως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸν καθ’ ἡμ. βίον ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1364, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 1020, Θουκ. 1. 2, κτλ.· τά καθ’ ἡμ. ἐπιτηδεύματα ὁ αὐτ. 2. 37· τό καθ’ ἡμ. ἀδεές ὁ αὐτ. 3. 37, κτλ.· καὶ τὸ καθ’ ἡμ., ἀπολ. καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1126, κτλ.· - ὡσαύτως, τά καθ’ ἑκάστην τὴν ἡμ. Ἰσοκρ. 56C ·πρβλ. ὁσημέραι - μετ’ ἡμέρην, ἀντιθ. νυκτὸς, νύκτωρ, Ἠρόδ. 2. 150, Ἀριστοφ. Πλούτ. 930· νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμ. Αἰσχίν. 64. 36· - ἡμέρα παρ’ ἡμέραν γιγνομένη, ἡμέρα ἀκαολουθοῦσα ἡμέραν, Ἀντιφῶν 137. 43· οὕτω, παρ’ ἡμέραν μόνον, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 2· πρβλ. ἧμαρ ἐν τέλ.- πρὸ ἡμέρας, πρὶν ἀνατείλῃ ἡ ἡμέρα, Δίφιλ. Βοιωτ. 1· - πρὸς ἡμέραν: ἐπειδή δὲ ἦν πρὸς ἡμέραν, ἐπλησίαζε νὰ ἐξημερώσῃ, Λυσ. 92 ἐν τέλ., Δίφιλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, διὰ τὴν ἡμέραν, καθημερινός, Χαρίτ. 4. 2· - ὑπ’ ἀνθρωπίνης ἡμέρας, ὑπὸ κρίσεως ἀνθρωπίνης (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἡμέραν τῆς παγκοσμίου κρίσεως τοῦ Θεοῦ), Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 3. ΙV. ὡς κύρ. ὄνομα, Ἡμέρα, ἡ θεὰ τῆς ἡμέρας, θυγάτηρ τοῦ Ἐρέβους καὶ τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 124. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ ἥμερος, ἐν λ. ὥρα, Λοβ. Παραλ. 359).

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
1 jour : ἅμα ἡμέρᾳ XÉN, ἅμ’ ἡμέρῃ (ion.) διαφωσκούσῃ HDT, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ XÉN au point du jour ; ἐπεὶ ἡμέρα ὑπεφαίνετο XÉN comme le jour commençait à paraître ; ἐξ ἡμέρας SOPH de jour ; πρὸς ἡμέραν XÉN vers le jour ; οὔθ’ ἡμέρας οὔτε νυκτός PLAT ; οὔτε νυκτὸς οὔτ’ ἐξ ἡμέρας SOPH ni jour ni nuit ; οὐ νυκτός, ἀλλὰ μεθ’ ἡμέρην HDT non de nuit, mais pendant le jour;
2 durée d’un jour pour marquer le temps : τριῶν ἡμερέων HDT, πέντε ἡμερῶν THC, ἡμερῶν ὀλίγων THC dans le délai de trois jours, de cinq jours, de quelques jours ; ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην HDT chaque jour ; ἐπ’ ἡμέρης ἑκάστης HDT, τῆς ἑκάστης ἡμέρης HDT, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ESCHN, καθ’ ἡμέραν THC chaque jour ; καθ’ ἡμέραν SOPH maintenant ; παρ’ ἡμέραν LUC de jour en jour, tous les deux jours ; ἐφ’ ἡμέραν THC, ἐπ’ ἡμέρην HDT pour un jour, pour la durée d’un jour, au jour le jour ou pour le jour présent ; τῇδ’ ἡμέρᾳ EUR, τῇδε ἡμέρᾳ SOPH, τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ SOPH ce jour-là, ce jour même;
3 p. ext. jour pour marquer le temps en gén. : αἱ μακραὶ ἡμέραι SOPH longs jours, longue vie ; παλαιὰ ἁμέρα dor. SOPH la vieillesse ; τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ ARSTT dans les premiers temps de la vie, càd dans la jeunesse ; τελευταία ἡμέρα SOPH, τερμία ἡμέρα SOPH le dernier jour (de la vie), le jour de la mort;
4 pour marquer la condition ou les événements de la vie ἐπίπονος ἡμέρα SOPH, λυπρὰ ἡμέρα EUR vie misérable.
Étymologie: orig. inconnue, cf. ἦμαρ.
2fém. de ἥμερος.

English (Abbott-Smith)

ἡμέρα, -ας, ἡ, [in LXX chiefly (very freq.) for יוֹם;]
day;
1.as distinct from night: gen. ἡμέρας, by day (WM, §30, 11), Re 21:25; ἡ. κ. νυκτός (ν. κ. ̔ἡ.), Ac 9:24, I Th 2:9, II Th 3:8, Re 4:8 (BL, §36, 13); ἡμέρας μέσης, at mid-day, Ac 26:13; acc. durat., τ. ἡμέρας, Lk 21:37; ὅλην τὴν ἡ., Ro 8:36; ἐν ἡμέρα, Jo 11:9, Ro 13:13; ἡμέρας ὁδός, a day's journey, Lk 2:44; ἡ. γίνεται, Lk 4:42 22:66; κλίνει, Lk 9:12, al.; metaph., Jo 9:4, Ro 13:12, I Th 5:4, 5 8, II Pe 1:19.
2.Of a civil day of 24 hours, incl. night: Mt 6:34, Mk 6:21, Lk 13:14, al.; τρίτῃ ἡ., Mt 16:21; ἡμέρᾳ κ. ἡ. (cf. יוֹם בְּיֹום, Es 3:4), II Co 4:16; ὅλην τ. ἡ., Ro 8:36 10:21; pl., Jo 2:12, Ac 9:19, al.; ἡ. τῶν ἀζύμων, Ac 12:3; τ. σαββάτου, Lk 13:14, 16; ἡ κυριάκη ἡ., Re 1:10.
3.In Messianic sense, of the last day: ἡ ἡ. (ἐκείνη, τ. κυρίου,etc.), Mt 7:22, Lk 6:23, Ro 13:12, I Co 1:8, I Th 5:2, II Th 2:2, II Pe 3:10, al; by meton., as compared with the divine judgment on that day, ἡ. ἀνθρωπίνη, of a human tribunal, I Co 4:3 (EV, man's judgment).
4.As in Heb. (also in Gk. writers; Bl, §46, 9; M, Pr., 81), of time in general: Jo 8:56 14:20, II Co 6:2, Eph 6:13, II Pe 3:18; pl. Ac 15:7, Eph 5:16, He 10:32; πᾶσας τὰς ἡ. (cf. כָּל הַיָּמִים, De 4:40, al.; MM, Exp., xv), Mt 28:20; ἐλεύσονται ἡ. ὅταν (ὅτε), Mt 9:15, Mk 2:20, Lk 5:35 17:22; αἱ ἡ., c. gen. pers. (Ge 26:1, al.), Mt 2:1, Lk 1:5, Ac 7:45, I Pe 3:20; ἀρχ̀ ἡμερῶν, He 7:3.

English (Strong)

feminine (with ὥρα implied) of a derivative of hemai (to sit; akin to the base of ἑδραῖος) meaning tame, i.e. gentle; day, i.e. (literally) the time space between dawn and dark, or the whole 24 hours (but several days were usually reckoned by the Jews as inclusive of the parts of both extremes); figuratively, a period (always defined more or less clearly by the context): age, + alway, (mid-)day (by day, (-ly)), + for ever, judgment, (day) time, while, years.

Greek Monolingual

και μέρα, η (AM ἡμέρα, Μ και μέρα, Α επικ. και ιων. τ. ἡμέρη, δωρ. τ. ἀμέρα και ἁμέρα, λοκρ. τ. ἀμάρα)
1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου (α. «μέρα μεσημέρι» β. «ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν», Ομ. Οδ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έζησε ή έδρασε κάποιος, καιρός, εποχή, ζωή (α. «περάσαμε δύσκολες ημέρες» β. «ἐν ταῑς ἡμέραις Ἡρώδου», ΚΔ.)
3. γιορτή ή επέτειος (α. «ημέρα Χριστουγέννων» β. «ημέρα του ΟΧΙ»)
4. χρονικό διάστημα πραγματοποίησης γεγονότος ή φαινομένου (α. «ημέρα κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία
β. «ημέρα καύσωνος» γ. «ημέρα αναπαύσεως» δ. «αποφράς ημέρα» — η μέρα που συνέβη κάτι κακό
ε. «τακτή ημέρα» ή «ρητή ημέρα» — καθορισμένη ημέρα)
5. φρ. α) «παρ' ημέραν», «μέρα παρά μέρα» — κάθε δεύτερη μέρα, κάθε δύο μέρες
β) «από μέρα σε μέρα», «μέρα με την (η)μέρα», «ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν», «ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» — εξακολουθητικά, συν τω χρονω, βαθμηδόν
νεοελλ.
1. ολόκληρο το ημερονύκτιο, χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών («λείπει τριάντα μέρες»)
2. ο ορισμένος χρόνος για την ημερήσια εργασία («αρρώστησα κι έλειψα από το γραφείο τρεις ημέρες»)
3. αστρον. ο χρόνος που απαιτείται για να εκτελέσει ένα ουράνιο σώμα μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά του
4. φρ. α) «ηλιακή ημέρα» — το χρονικό διάστημα από τη φαινομένη ανατολή του ηλίου μέχρι τη φαινομένη δύση του
β) «αστρική ημέρα» — χρονικό διάστημα που είναι συντομότερο κατά 0,0084 δευτερόλεπτα σε σύγκριση με την ημέρα
γ) «μέση ηλιακή ημέρα» — χρονικό διάστημα κατά τέσσερα περίπου λεπτά της ώρας μεγαλύτερο από τη διάρκεια της αστρικής ημέρας
δ) «πολιτική ημέρα» — μέση ηλιακή ημέρα διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών ακριβώς, η αρχή της οποίας έχει καθοριστεί στις 12 τα μεσάνυχτα
ε) «είδε το φως της ημέρας» — γεννήθηκε
στ) «σώθηκαν οι μέρες του» — σε λίγο καιρό θα πεθάνει
ζ) (λαογρ.) «ημέρες της γριάς» — οι τρεις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου
η) «είναι η μέρα μου» — είναι η σειρά μου
θ) «μέρα μου και μέρα σου» — σειρά μου και σειρά σου
ι) «καλή μέρα» — ευχή που λέγεται το πρωί
ια) «την κακή ψυχρή σου μέρα» — υβριστική φράση
ιβ) «έφαγα τη μέρα μου» — διέθεσα τη μέρα μου για να κάνω κάτι το οποίο ίσως δεν άξιζε τον κόπο ή διέθεσα περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε για κάτι
ιγ) «κρίσιμη μέρα» — η μέρα κατά την οποία πρόκειται να κριθεί η έκβαση κάποιας σοβαρής κατάστασης
ιδ) «της ημέρας» — σημερινός ή πολύ πρόσφατος («αβγά της ημέρας»)
ιε) «είμαι της ημέρας» — έχω υπηρεσία μια ορισμένη ημέρα, είμαι εφημερεύων
ιστ) «μέρα και νύχτα» ή «νύχτα μέρα» — διαρκώς, πάντοτε
ιζ) «άσπρη μέρα» — καλή μέρα, αίσια μέρα
5. παροιμ. α) «κάθε μέρα δεν είναι τ' Άι Γιαννιού» — τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται συνεχώς
β) «όλες οι μέρες είναι του θεού» — δεν πρέπει να θεωρούνται μερικές μέρες ως γρουσούζικες
γ) «η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται» — η έκβαση και ο χαρακτήρας μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου φαίνονται από την αρχή
μσν.
(φρ)
1. «εἰς τὲς ἡμέρες» — τον κατάλληλο καιρό
2. «εἰς τὴν ἡμέρα» ή «μέρα - μέρα» — κάθε μέρα
αρχ.
1. ο χρόνοςἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια», Σοφ.)
2. ως κύρ. όν.. η Ημέρα
θεά, προσωποποίηση της ημέρας
3. φρ. α) «ἅμα ἡμέρᾳ» — μόλις ξημέρωσε
β) «τῆς ἡμέρας ὀψέ» — αργά την ημέρα, προς το βράδυ
γ) «ἐπίπονος ἁμέρα» — τα καθημερινά βάσανα (Σοφ.)
δ) «παλαιά ἁμέρα» — τα γεράματα (Σοφ.)
ε) «αἱ μακραὶ ἁμέραι» — η μακρόχρονη ζωή (Σοφ.)
στ) «νέα ἁμέρα» — η νεότητα
ζ) «ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρα» — κατά το τέλος της ζωής (Αριστοτ.)
η) «ἡμερῶν ὀλίγων» — μέσα σε όριο λίγων ημερών (Πλάτ.)
θ) «τῇδε θἠμέρᾳ» — σήμερα
ι) «ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην» — κάθε μέρα (Ηρόδ.)
ια) «εἰς ἡμέραν» — μία φορά τον χρόνο (ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ἦμαρ. Η κατάλ. -έρα θυμίζει τα επίθ. σε -ερος, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι το ἡμέρα προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο επίθ., παράγωγο του ἦμαρ. Η δασύτητα απαντά μόνο στην ιων.-αττ. (πρβλ. δωρ. ἀμέρᾱ, λοκρ. ἀμάρᾱ) και οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το ἑσπέρα. Ο νεοελλ. τ. μέρα προήλθε από τη σίγηση του προτονικού αρχικού φωνήεντος (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ). Το επίρρ. σήμερα προέρχεται από αμάρτυρο επίθ. κι-άμερος (με α΄ συνθετικό κι- «εδώ, αυτός»), το ουδ. γένος του οποίου απέκτησε επιρρηματική σημασία κατά το αὔριον και έδωσε το σήμερον. Η νεοελλ. προσφώνηση καλημέρα είναι «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση καλήν ημέραν (εύχομαι). Ως β΄ συνθετικό η λ. ημέρα απαντά σε πολλά σύνθ. επίθ. με τη μορφή -(ή)μερος. Όσων από αυτά το α' συνθετικό είναι αριθμητικό (διήμερος, τριήμερος, δεκαήμερος), το ουδ. γένος σε (ή)μερο(ν)-ερα χρησιμοποιείται και ως ουσ. (διήμερο(ν), εννιάμερα). Τέλος, από τα αυθήμερος, νυχθήμερος παράγονται τα επιρρ. αυθημερόν, νυχθημερόν. Η λ. ημέρα έχει σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής τη βασική σημ. «χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου» και, με τη σημ. αυτή, αντιτίθεται προς τη νύχτα. Από αυτή τη σημ. η λ. (η)μέρα στη Νέα Ελληνική έλαβε, κατ' επέκταση, τη σημ. «από το πρωί μέχρι το βράδυ» (πρβλ. λείπει όλη τη μέρα από το σπίτι) καθώς επίσης και «όλο το εικοσιτετράωρο» (πρβλ. 15 ημερών ταξίδι)
στη Νέα Ελληνική επίσης η λ. (η)μέρα χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις και με στενότερη, πιο εξειδικευμένη, σημ. «ορισμένες ώρες της μέρας» (πρβλ. μην περνάς τη μέρα σου χαζεύοντας) ή μόνο «τις ώρες ημερήσιας εργασίας» (πρβλ. πέρασα δύσκολη μέρα σήμερα στη δουλειά). Επίσης, η λ. (η)μέρα στον πληθ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ορισμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία συνέβησαν κάποια συγκεκριμένα (και σημαντικά) γεγονότα ή μια παρωχημένη εποχή η οποία αντιπαραβάλλεται προς το παρόν (πρβλ. οι μέρες της κατοχής, οι μέρες που περάσαμε μαζί, στις μέρες μας δούλευε ηαγία ράβδος).
ΠΑΡ. ημερήσιος, ημέριος, ημερίς
αρχ.
ημεραίος, ημερεύω, ημερίδης ημερινός, ημερούσιος
μσν.
ημερώον
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ημερ(ο)- (Β' συνθετικό) (πλην τών επιθ. με α' συνθετικό αριθμητικό): αυθήμερος, ευήμερος, εφήμερος, ισήμερος, μακροήμερος, νυχθήμερος, ολοήμερος, υπερήμερος
αρχ.
αλιτήμερος, αμφήμερος, αφήμερος, ετερήμερος, καλήμερος, κακήμερος, λιπήμερος, μεθαμέρα, μισοκαλήμερος, μονήμερος, νεαμέρα, ολιγήμερος, οψημέρα, πανήμερος, παρήμερος, προσήμερος
(νεοελλ.] ενήμερος, μονοήμερος, ολιγοήμερος].