ἡμερόδρυς: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_22)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερόδρῡς''': -ῠος, ἡ, [[δρῦς]] φέρουσα ἐδωδίμους βαλάνους, Ἡσύχ.
|lstext='''ἡμερόδρῡς''': -ῠος, ἡ, [[δρῦς]] φέρουσα ἐδωδίμους βαλάνους, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμερόδρυς]], -υος, ἡ (Α)<br />ήμερη [[βαλανιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρυς]]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόδρῡς Medium diacritics: ἡμερόδρυς Low diacritics: ημερόδρυς Capitals: ΗΜΕΡΟΔΡΥΣ
Transliteration A: hēmeródrys Transliteration B: hēmerodrys Transliteration C: imerodrys Beta Code: h(mero/drus

English (LSJ)

ῠος, ἡ,

   A nut-gall oak, Quercus infectoria, Id.

German (Pape)

[Seite 1166] υος, ἡ, zahme Eiche, Hesych. S. ἡμερίς.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόδρῡς: -ῠος, ἡ, δρῦς φέρουσα ἐδωδίμους βαλάνους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμερόδρυς, -υος, ἡ (Α)
ήμερη βαλανιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + δρυς].