ἡμιλοχία: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6_9)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιλοχία''': ἡ, [[ἥμισυς]] [[λόχος]]˙ [[ὡσαύτως]] ἡμιλόχιον, τό, Αἰλ. Τακτ. 5.
|lstext='''ἡμιλοχία''': ἡ, [[ἥμισυς]] [[λόχος]]˙ [[ὡσαύτως]] ἡμιλόχιον, τό, Αἰλ. Τακτ. 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιλοχία]], ἡ (Α)<br /><b>στρ.</b> [[μισός]] [[λόχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λοχία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-<i>λοχία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιλοχία Medium diacritics: ἡμιλοχία Low diacritics: ημιλοχία Capitals: ΗΜΙΛΟΧΙΑ
Transliteration A: hēmilochía Transliteration B: hēmilochia Transliteration C: imilochia Beta Code: h(miloxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A half-λόχος, Suid. s.v. διμοιρίτης:—also ἡμι-λόχιον, τό, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 1168] ἡ, Suid. = ἡμιλόχιον, τό, halber Lochos, Ael. Tact. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιλοχία: ἡ, ἥμισυς λόχος˙ ὡσαύτως ἡμιλόχιον, τό, Αἰλ. Τακτ. 5.

Greek Monolingual

ἡμιλοχία, ἡ (Α)
στρ. μισός λόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -λοχία (< λόχος), πρβλ. δι-λοχία].