ηνιοστροφώ: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(No difference)
|
(16) |
(No difference)
|
ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) ηνιοστρόφος
μσν.
1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ
2. παθ. ἡνιοστροφοῡμαι, -έομαι
α) διευθύνομαι
β) παρασύρομαι από κάποιον
αρχ.
οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία.