ἠπειγμένως: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_6)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπειγμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐπείγω]], [[μετὰ]] σπουδῆς, Σχ. Ἰλ. Γ. 213, Ἐκκλ.
|lstext='''ἠπειγμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐπείγω]], [[μετὰ]] σπουδῆς, Σχ. Ἰλ. Γ. 213, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠπειγμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. <i>ηπειγμένος</i> του [[επείγω]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειγμένως Medium diacritics: ἠπειγμένως Low diacritics: ηπειγμένως Capitals: ΗΠΕΙΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ēpeigménōs Transliteration B: ēpeigmenōs Transliteration C: ipeigmenos Beta Code: h)peigme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ἐπείγω)

   A hurriedly, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1173] eilend, Schol. Il. 3, 213 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειγμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐπείγω, μετὰ σπουδῆς, Σχ. Ἰλ. Γ. 213, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἠπειγμένως (Α)
επίρρ. γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπειγμένος του επείγω].