θεάζω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_6)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεάζω''': εἶμαι [[θεῖος]], θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.˙ - [[προφητεύω]], Βυζ.
|lstext='''θεάζω''': εἶμαι [[θεῖος]], θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.˙ - [[προφητεύω]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεάζω]] (Α) [[θεός]]<br />[[είμαι]] [[θείος]], έχω [[θεία]] [[φύση]], [[είμαι]] από το [[γένος]] τών θεών.
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεάζω Medium diacritics: θεάζω Low diacritics: θεάζω Capitals: ΘΕΑΖΩ
Transliteration A: theázō Transliteration B: theazō Transliteration C: theazo Beta Code: qea/zw

English (LSJ)

   A to be divine, Democr.21.

German (Pape)

[Seite 1190] ein Gott sein, auch = θειάζω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεάζω: εἶμαι θεῖος, θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.˙ - προφητεύω, Βυζ.

Greek Monolingual

θεάζω (Α) θεός
είμαι θείος, έχω θεία φύση, είμαι από το γένος τών θεών.