θελητής: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θελητής''': ὁ, ὁ θέλων τι, Ἡσύχ. ΙΙ. [[γόης]], μάγος, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. κα΄, 6).
|lstext='''θελητής''': ὁ, ὁ θέλων τι, Ἡσύχ. ΙΙ. [[γόης]], μάγος, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. κα΄, 6).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[θελητής]]) [[θέλω]]<br />αυτός που θέλει, που επιθυμεί [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υπηρέτης]], [[υποτακτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γόης]], [[μάγος]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελητής Medium diacritics: θελητής Low diacritics: θελητής Capitals: ΘΕΛΗΤΗΣ
Transliteration A: thelētḗs Transliteration B: thelētēs Transliteration C: thelitis Beta Code: qelhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who wills, ἐλέους ib.Mi.7.18, cf. Hsch.    II wizard (by confusion of Hebr. 'ōbh 'necromancer' with 'ōbheh 'wishing'), LXX 4 Ki.21.6; = ἐγγαστρίμυθος, Cyr.

German (Pape)

[Seite 1192] ὁ, der Wollende, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

θελητής: ὁ, ὁ θέλων τι, Ἡσύχ. ΙΙ. γόης, μάγος, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. κα΄, 6).

Greek Monolingual

ο (AM θελητής) θέλω
αυτός που θέλει, που επιθυμεί κάτι
μσν.
υπηρέτης, υποτακτικός
αρχ.
γόης, μάγος.