θήρευμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />butin de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />butin de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[θήραμα]]) [[θηρεύω]]<br />[[θήραμα]], [[λεία]], [[λάφυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θηρεύματα</i><br />το [[κυνήγι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (θηρεύω)
A spoil, prey, S.Ichn.285, E.IA1162. II pl., hunting, Pl.Lg.823b.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, = θήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.
Greek (Liddell-Scott)
θήρευμα: τό, (θηρεύω) = θήραμα, λάφυρον, λεία, Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., κυνήγιον, Πλάτ. Νόμ. 823Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
butin de chasse.
Étymologie: θηρεύω.
Greek Monolingual
το (Α θήραμα) θηρεύω
θήραμα, λεία, λάφυρο
αρχ.
στον πληθ. τὰ θηρεύματα
το κυνήγι.