ἰαυθμός: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰαυθμός''': ὁ, ([[ἰαύω]]) [[τόπος]], [[κοίτη]], [[ὅπου]] τὰ κτήνη αὐλίζονται, ἰδίως [[σπήλαιον]], Λυκόφρ. 606, Ἡσύχ. ΙΙ. [[ὕπνος]], Ἡσύχ. | |lstext='''ἰαυθμός''': ὁ, ([[ἰαύω]]) [[τόπος]], [[κοίτη]], [[ὅπου]] τὰ κτήνη αὐλίζονται, ἰδίως [[σπήλαιον]], Λυκόφρ. 606, Ἡσύχ. ΙΙ. [[ὕπνος]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰαυθμός]] και ἰαθμός, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]], [[σπηλιά]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὕπνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαύω]] «[[διανυκτερεύω]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἰαύω)
A sleeping-place, esp. of wild beasts, den, lair, Lyc. 606 (pl.). II sleep, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, der Ort, wo man schläft, bes. Aufenthaltsort, Lager der Thiere, Lycophr. 606; Stall, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαυθμός: ὁ, (ἰαύω) τόπος, κοίτη, ὅπου τὰ κτήνη αὐλίζονται, ἰδίως σπήλαιον, Λυκόφρ. 606, Ἡσύχ. ΙΙ. ὕπνος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰαυθμός και ἰαθμός, ὁ (Α)
1. φωλιά, σπηλιά
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαύω «διανυκτερεύω» + -θμος].