ἴγδις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br /><b>1</b> mortier à piler;<br /><b>2</b> sorte de danse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἴγδη]].
|btext=(ἡ) :<br /><b>1</b> mortier à piler;<br /><b>2</b> sorte de danse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἴγδη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴγδις]], -εως και [[ἴγδη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[γουδί]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λίγδος]] «[[πηλός]]» και έχει παράλλ. τ. <i>ίγδη</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴγδις Medium diacritics: ἴγδις Low diacritics: ίγδις Capitals: ΙΓΔΙΣ
Transliteration A: ígdis Transliteration B: igdis Transliteration C: igdis Beta Code: i)/gdis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mortar, Sol.39, Damocr. ap. Gal.14.130, Dsc.5.89,AP 9.642 (Agath.): cited as obsol. for θυεία by S.E.M.1.234:—the form ἴγδη in Hdn.Gr.2.523, Hp.Mul.1.103, Gal. l.c., Ps.-Democr.Alch. p.55 B. is prob. incorrect.    II = sq., Antiph.127, Com.Adesp.140. (Cf. Lat. ico.)

German (Pape)

[Seite 1235] ιος, ἡ, altatt. = ἴγδη, Lob. zu Phryn. p. 165; Agath. 53 (IX, 642); vgl. Ath. IX, 406 a. – Eine Art Tanz, Antiphan. com. bei Poll. 10, 103.

Greek (Liddell-Scott)

ἴγδις: ἡ, θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Σόλων 38, Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 13. 904, Ἀνθ. Π. 9. 642· μνημονεύεται ὡς ἄχρηστον ἀντὶ θυεία ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἐν Ἱππ. 635. 34, Γεωπ. 9. 26, 4, ὑπάρχει ὁ τύπος ἴγδη, ὅστις ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ: ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 165, Πολυδ. Γ΄, 103. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, γύναι, πρός αὐλόν ἦλθες· ὀρχήσει πάλιν ἴγδιν Ἀντιφάνης ἐν «Κοροπλάθῳ»1.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
1 mortier à piler;
2 sorte de danse.
Étymologie: cf. ἴγδη.

Greek Monolingual

ἴγδις, -εως και ἴγδη, ἡ (Α)
1. το γουδί
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη].