ἱερουργία: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />accomplissement d’un sacrifice <i>ou</i> d’une cérémonie religieuse, sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />accomplissement d’un sacrifice <i>ou</i> d’une cérémonie religieuse, sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱερουργία]], Α και ιων. τ. ἱρουργία) [[ιερουργώ]]<br />[[ιεροτελεστία]], θρησκευτική [[τελετή]], [[τέλεση]] τών σχετικών με τη [[θεία]] [[λατρεία]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερουργία Medium diacritics: ἱερουργία Low diacritics: ιερουργία Capitals: ΙΕΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: hierourgía Transliteration B: hierourgia Transliteration C: ierourgia Beta Code: i(erourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A religious service, sacrifice, Hdt.5.83 (in Ion. form ἱροργίαι, with vv.ll.), Pl.Lg.775a, PTeb.293.20 (pl., ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1243] ἡ, heiliger Gottesdienst, bes. Opfer, Her. 5, 83, in der ion. Form ἱρουργία od. ἱροργία; Plat. ἤ τις ἄλλη περὶ τὰ τοιαῦτα ἱερ. Legg. VI, 774 e; Sp., ἱερουργίας τινὰς ἀποῤῥήτους ἱερουργούμενος Plut. Alex. 31, ἱερουργίας θύειν Hdn. 6, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερουργία: ἡ, θρησκευτικὴ τελετή, θυσία, Ἡρόδ. 5. 83 δὶς (ἔνθα τὸ Ἰων. ἱροεργίαι, οὐχὶ ἱροργίαι, εἶναι ὁ ἀληθὴς τύπος), Πλάτ. Νόμ. 774Ε. ΙΙ. = λειτουργία, Εὐσέβ. ΙΙ. 1196Β, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 344C, Σωφρ. 3981C, D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accomplissement d’un sacrifice ou d’une cérémonie religieuse, sacrifice.
Étymologie: ἱερουργός.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱερουργία, Α και ιων. τ. ἱρουργία) ιερουργώ
ιεροτελεστία, θρησκευτική τελετή, τέλεση τών σχετικών με τη θεία λατρεία.