ἰθυωρίη: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_10) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰθυωρίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[εὐθυωρία]], ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ [[θέσις]] μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. | |lstext='''ἰθυωρίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[εὐθυωρία]], ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ [[θέσις]] μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰθυωρίη]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[ευθυωρία]], [[φυσική]] ή φυσιολογική [[διεύθυνση]] ή [[θέση]] μέλους του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ευθυωρία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑθ], ἡ, Ion. for εὐθυωρία,
A direction, straightness, of a limb, etc., Hp.Off.15 (pl.), Fract.30, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ εὐθυωρία, ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ θέσις μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.
Greek Monolingual
ἰθυωρίη, ἡ (Α)
ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία].