ιθύτης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἰθύτης, ἡ (Α)
ευθύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθυς + κατάλ. -της (πρβλ. βαρύτης < βαρύς, ευθύτης < ευθύς)].