τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἰθύτης, ἡ (Α)ευθύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθυς + κατάλ. -της (πρβλ. βαρύτης < βαρύς, ευθύτης < ευθύς)].